του Απτχου (Ι)ε.α. Γρηγορίου Νούσσια
Σαν σήμερα, 3 Ιανουαρίου 1990, η Σχολή Πολέμου Αεροπορίας πετούσε για πρώτη φορά εκτός Ελλάδος, σε εκπαιδευτικό ταξίδι στην Κύπρο, στο ευέλαιο νησί του Ευαγόρα και της Αροδαφνούσας.
Για να αποτίσομε φόρο τιμής στους τάφους των θυμάτων της Τουρκικής εισβολής.
Να θέσομε τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων, στις αθλιότητες των αλλοεθνών και αλλοθρήσκων ανά τους αιώνες κατακτητών και άλλων εραστών.
Να γνωρίσομε τον τόπο όπου η ιστορία βρίσκεται σε αέναη αναστάτωση.
Να σκοντάψομε στο αγκαθωτό και να διατρανώσομε προς τη διεθνή κοινότητα:
Όποιος με την ανατολή της νέας δεκαετίας υποστηρίζει ότι εξέλιπαν οι διαχωριστικές γραμμές ας έλθει στην Κύπρο.
Όποιος, με το γύρισμα του εικοστού αιώνα, αμφιβάλλει ότι σε κάποια χώρα τίθεται θέμα αποχώρησης ξένων κατοχικών στρατευμάτων, ας έρθει στην Κύπρο.
Άκουσε κανείς;
Δυστυχώς! Μετά από τόσα χρόνια, όλοι ομιλούν για “τετελεσμένα”, και γυρίζουν από το άλλο πλευρό!
Δεν ξέρω αν και επί του προκειμένου ισχύει η ρήση του Μαρξ, “Καλύτερα ένα άθλιο τέλος, παρά μια αθλιότητα χωρίς τέλος”!
Και δεν ξέρω, επίσης, αν το δικό μας “δεν ξεχνώ” προς τους Κυπρίους αδερφούς, αποτελεί “αγορά ελπίδος”, ή, στην καλλίτερη περίπτωση, μπορεί να συγχωροχαρτήσει τις αβελτηρίες και τα διαχρονικά ανομήματα της Μητροπολιτικής Ελλάδος, χωρίς να παραβλέπομε, βέβαια, και τις ασύγγνωστες, διαχρονικές και αυτές, ερωτοτροπίες του “Άδωνη” και της “Αφροδίτης”.
Πάντως, πρέπει να παραδεχθούμε ότι, η οποτεδήποτε επιδειχθείσα από πλευράς μας προνοητική επιφυλακτικότητα, κρίθηκε από τους απέναντι ως εύσχημη δειλία. Η σωφροσύνη, ως πρόσχημα της ανανδρίας. Και κάθε συνετή ενέργεια, ως πρόφαση για αδράνεια, για να παραφράσομε τον Θουκυδίδη. Και εκείνοι, οι διαχρονικά άρπαγες, το εκμεταλλεύτηκαν.
Ελπίζομε, ότι αυτή τη φορά, εκείνοι δεν θα ερμηνεύσουν κατά τον ίδιο τρόπο την εθνική μας συμπεριφορά για τα σήμερον τεκταινόμενα. Διότι, “Στα μεγάλα αδικήματα, τα εξ ανθρώπων γενόμενα, οι θεοί επιφυλάσσουν μεγάλες αδικίες ”, κατά τον Ηρόδοτο. Ναι, είμαστε αποφασισμένοι!
Δηλαδή; Να, η άλλη πλευρά, ο κακός μας γείτονας, επικαλείται, (αυτό δείχνει) το δίκαιο του ισχυρού που επιβάλλει στον ασθενέστερο το “δικαίωμα” της υπακοής, δηλαδή της υποταγής. Αυτό, με αρχαιοελληνικούς όρους παραπέμπει στην εγκληματική συμπεριφορά των Αθηναίων προς τους Μηλίους, το 416 π.Χ. Τους κατέσφαξαν. Ύβρις! Θα γνωρίσουν γρήγορα τη Νέμεση στη συντριβή τους στη Σικελία.
Αλλά, αυτή η συμπεριφορά αποτελεί τρόπον τινά και ένζυμο του Μακιαβελλισμού, όπως θα έλεγε ο Σαράντος Καργάκος. Έ! Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Και επ’ αυτού ακριβώς δείχνομε να είμαστε αποφασισμένοι. Χωρίς να εννοούμε ως ανδρεία την αλόγιστη τόλμη.
Μια συνειρμική παρένθεση, από παλαιότερη ανάρτησή μας, μας αναγκάζει να ψελλίσομε, κρίμα! «Τον Απρίλιο, λοιπόν, του 1877, ο Τσάρος κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Τα ρωσικά στρατεύματα, διαβαίνουν τον Δούναβη και, εκμηδενίζοντας τον τουρκικό στρατό, φθάνουν στα υψώματα της Τσατάλτζας, σαράντα μόλις χλμ από την Κωνσταντινούπολη, και εκείθεν, στις αρχές Μαρτίου 1878, στρατοπεδεύουν στο προάστιο Άγιος Στέφανος και περιμένουν τις οδηγίες πώς τελικά θα πάρουνε την Πόλη. Δεν θα την πάρουν! Ο αγγλικός στόλος είχε διαβεί τα Δαρδανέλλια και έστελνε το μήνυμα στους Ρώσους, μέχρις εδώ και μη παρέκει»!
Κάπως έτσι είχε χαθεί η μεγαλύτερη ευκαιρία να εκδιωχθούν οι Τούρκοι εκείθεν της Κωνσταντινουπόλεως. Σήμερα δεν θα “υβρίζανε” ως, δήθεν, μεγάλη περιφερειακή δύναμη. (Αν … )
Όμως, με αφορμή την ανατολή της τρίτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα, και στον απόηχο της χθεσινής υπογραφής της ιστορικής Συμφωνίας East Med, διερωτώμεθα,
-Θα μπορέσει η Ελλάδα να υπηρετήσει το εθνικό δόγμα, “Δεν διεκδικούμε τίποτα και δεν παραχωρούμε τίποτα”, όπως αυτό είχε διατυπωθεί παλαιότερες δεκαετίες;
-Έχει πράγματι διαμορφωθεί, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, “Ενιαίο Μέτωπο”, τόσο σε επίπεδο Ελληνικής κοινής γνώμης, όσο και σε επίπεδο πολιτικών κομμάτων, για όλα τα εθνικά θέματα;
-Πιστεύουν όλοι οι Έλληνες ότι οδεύομε, πολύ σύντομα, προς το οριστικό τέρμα της οικονομικής, και όχι μόνον, κρίσης, και η πατρίδα μας, πλέον, με αυτοπεποίθηση και με τους ταγούς της, μπορεί να διαμορφώσει το νέο εθνικό όραμα; Βρισκόμαστε, άραγε, σε “σημείο ζωτικής ιστορικής καμπής”;
-Ποιος θα μας πείσει, άραγε, ότι πρέπει να προετοιμαστούμε για την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, την εποχή της τεχνητής νοημοσύνης και τις “εκθετικές τεχνολογίες”, όπως μου ψιθυρίζει ο Αλέξανδρος;
-Ποιοι άραγε και πόσοι απορρίπτουν την παραδοχή, ότι για κάθε συλλογική επιτυχία, χρειάζεται και αυτοπειθαρχία, ως απαραίτητη προϋπόθεση;
-Μετά από μία μεταπολιτευτική υπερβολή, που πολλάκις ερμηνεύεται και ως “εθνική ύβρις”, καθώς και μετά την προηγηθείσα επταετή συνταγματική ανωμαλία, μπορούμε να τρέφομε ελπίδες και προσδοκίες για “Πορεία και Δείπνο εις Εμμαούς”, και μάλιστα χωρίς κάποιον “Γρηγόριο Ρασπούτιν” μεταξύ των συνδαιτυμόνων μας;
-Μήπως έχομε συμβιβαστεί με την ιδέα, ότι “οι προσφεύγοντες στα εγγύτερα της προσβαλλομένης περιοχής ασφαλή εδάφη”, αλλά και οι άναρχα και κατά κύματα μεταναστεύοντες, μπορούν να μας αλλάξουν την εθνική μας ταυτότητα;
Γι’ αυτό το τελευταίο, ίσως, κάποιος θα ήθελε να μας παραπέμψει στον σοφιστή Αντιφώντα του 5ου αιώνα π.Χ. ο οποίος κήρυττε τη φυσική ισότητα των ανθρώπων, “Φύσει πάντες ομοίως πεφύκαμεν και βάρβαροι και Έλληνες”. Είναι μιά άποψη!
Επιτρέψτε μου και μιά άλλη αρχαιοελληνική αναφορά,
Ο “Ολυμπιακός” είναι ένας επιδεικτικός λόγος του Αθηναίου ρήτορα Λυσία, ο οποίος απαγγέλθηκε από τον ίδιον κατά τη διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων, το 388 π.Χ., δεκαπέντε περίπου χρόνια μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, με τον οποίον κάνει έκκληση για ένωση και συστράτευση του συνόλου των Ελλήνων εναντίον του Διονύσιου Α’, τυράννου των Συρακουσών, και του Αρταξέρξη Β’ των Περσών, των δύο αυτών που αποτελούσαν τότε τους εξωτερικούς εχθρούς των Ελληνικών πόλεων, από δύση και ανατολή:
«… Ανδρός δε χρηστού και αξίου πολίτου έργον νομίζω ότι είναι να συμβουλεύει περί των μεγίστων ζητημάτων, διότι βλέπω ότι η Ελλάς ευρίσκεται σε κακή κατάσταση …»
«… Και εάν μεν αυτά υποστήκαμε από αδυναμία, αναγκαίο θα ήταν να υπομείνομε την τύχη μας. Επειδή δε υφιστάμεθα αυτά ένεκα των διαφωνιών μας και των μεταξύ μας φιλονικιών, αξίζει να παύσομε τις διαφωνίες και φιλονικίες όπου υπάρχουν, να εμποδίσομε δε να αναπτυχθούν τέτοιες όπου δεν υπάρχουν …»
» «… Διότι βλέπω μεν ότι οι κίνδυνοι και μεγάλοι είναι και πανταχόθεν μας περιβάλλουν, γνωρίζετε δε ότι η κυριαρχία ανήκει σ’ εκείνον που είναι κύριος της θαλάσσης …»
«… Ώστε αξίζει να σταματήσομε τον μεταξύ μας πόλεμο και ομοθυμαδόν να φροντίσομε για τη σωτηρία μας. Και για τα παρελθόντα μεν να αισχυνόμαστε, για τα μέλλοντα δε να φοβούμεθα ( περί μεν των παρεληλυθότων αισχύνεσθαι, περί δε των μελλόντων έσεσθαι δεδιέναι »! )
Δυόμιση χιλιάδες χρόνια τώρα, αυτό το “ομοθυμαδόν” των Ελλήνων αποτελεί ζητούμενο, και πάντα με επείγοντα χαρακτήρα. Μήπως είναι καιρός να ενστερνισθούμε αυτό που λένε στην Κρήτη, “των μπροστινών (στραβο)πατήματα των πισινών γεφύρια”;
Βέβαια, ο Λυσίας είπε και άλλη μια αλήθεια, “Πολλές φορές, αν και έχομε ειρήνη, πολιορκούμαστε όχι από εχθρούς αλλά από εμπόρους”! Πώς να τού το επιβεβαιώσομε!
Επιμύθιο,
Πριν σαράντα πέντε χρόνια, στη Σχολή Πολέμου, είχα επιλέξει ως θέμα ομιλίας για εκπαιδευτικούς σκοπούς την “Υφαλοκρηπίδα”. Ήταν τότε νέο και επίκαιρο. Στις δεκαετίες που διέρρευσαν το θέμα παραμένει άλυτο, και σ’ αυτό προστέθηκαν και άλλα συναφή που σχετίζονται με τις θαλάσσιες ζώνες. Απορώ, τόσες Κυβερνήσεις δεν μπόρεσαν να δώσουν λύση στο εθνικό αυτό θέμα, διότι προφανώς υπάρχει και ο απέναντι που πρέπει να συμφωνήσει. Πώς όμως βρίσκονται τόσοι όψιμοι τηλεοπτικοί γεωστρατηγικοί αναλυτές και εμφανίζονται να έχουν τη λύση στο τσεπάκι τους, και μάλιστα επί παντός του επιστητού; Τι να συμβαίνει, άραγε;
Πάντως, η ενημέρωση επί εθνικών θεμάτων είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να αφήνεται σε ερασιτέχνες, ή επαγγελματίες διαμορφωτές της κοινής γνώμης.
Καλή Χρονιά να έχομε!