ΜΕΝΟΥ

Share

Τα γεγονότα πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης

του Ασμχου (Ρ)ε.α. Ιωάννη Κρανιά-Δντα Συμβούλου ΕΑΑΑ
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ Δραγάσης Παλαιολόγος (8 Φεβρουαρίου 1405 – 29 Μαΐου 1453) ήταν ο τελευταίος βασιλεύων Βυζαντινός αυτοκράτορας, ως μέλος της δυναστείας των Παλαιολόγων. Ο Κωνσταντίνος ανέλαβε τις τύχες της αυτοκρατορίας στις 6 Ιανουαρίου 1449, έχοντας επίγνωση της απελπιστικής πολιτικής και στρατιωτικής κατάστασης που βρισκόταν η αυτοκρατορία. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μόνο κατ’ όνομα υπήρχε. Μια μακροχρόνια και πολύπλευρη κρίση που είχε αρχίσει πολλούς αιώνες νωρίτερα και είχε φθείρει σταδιακά κάθε δύναμη, είχε εξαντλήσει κάθε ικμάδα του άλλοτε παντοδύναμου βυζαντινού κράτους, ενός κράτους που αποτελούσε τον προμαχώνα της Ευρώπης απέναντι σε κάθε επιδρομέα. Οι συνεχείς αυτές έριδες και αντιδικίες υπέσκαψαν σταδιακά τα θεμέλια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και οδήγησαν στην παρακμή και στη πτώση της. Ήταν περιορισμένη, κυρίως, στην περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη και σε κάποιες σκόρπιες περιοχές, όπως το Δεσποτάτο του Μυστρά.. Τα διάφορα δυσάρεστα γεγονότα και οι αιτίες που οδήγησαν στην ένδοξη αυτοκρατορία να γίνει φάντασμα του ένδοξου παρελθόντος ήσαν:

Η ήττα του Διογένη Ρωμανού στο Ματζικέρτ το 1071. Ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ’ Διογένης ηττήθηκε, αιχμαλωτίστηκε και απελευθερώθηκε μετά την καταβολή λύτρων, ενώ η Βυζαντινή αυτοκρατορία υποχρεώθηκε στην καταβολή ετήσιου φόρου και την παραχώρηση μερικών φρουρίων στους Σελτζούκους. Αποτέλεσμα της πανωλεθρίας αυτής ήταν κυρίως, η εσωτερική πολιτική παράλυση που ακολούθησε η οποία σηματοδότησε επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις μέσα στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία. και επέτρεψε τη μόνιμη εγκατάσταση των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία.

Οι εσωτερικές αυτές έριδες οδηγούσαν τις αντιμαχόμενες παρατάξεις στην πρόσληψη μισθοφόρων Τούρκων. Το 1081, δέκα μόλις χρόνια μετά την Μάχη του Ματζικέρτ, ο Σουλειμάν, ίδρυσε στη Νίκαια το κράτος των Σελτζούκων και ως μισθοφόρος πρόσφερε τις υπηρεσίες του επί σειρά ετών στις αντιμαχόμενες παρατάξεις με την συμφωνία όμως να κρατάει ως δικά του τα μισά από τα εδάφη που θα αφαιρούσαν από τον «εχθρό».

Η απώλεια των πλούσιων αγροτικών επαρχιών της Μικράς Ασίας, ως επακόλουθο της ραγδαίας προελάσεως των Σελτζούκων.
Οι επιδρομές των Νορμανδών κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα. Σε από τις οποίες (του έτους 1147) έγινε η μεταφορά των βιομηχανιών μετάξης των Θηβών και της Κορίνθου στη Σικελία.

Η ανασύσταση του βουλγαρικού κράτους, κατά τη βασιλεία του Ισαακίου Αγγέλου, είχε ως συνέπεια την απώλεια των παραδουνάβιων επαρχιών που επί μακρόν αντιστάθμιζαν την απώλεια τόσο πολλών ασιατικών εδαφών.
Οι πρώτες τρεις σταυροφορίες, οι οποίες, πέραν άλλων δυσάρεστων συνεπειών, επέφεραν τη μεταφορά του συριακού εμπορίου και γενικά όλου του εμπορίου από την Κωνσταντινούπολη στην Ιταλία. Η Κωνσταντινούπολη έπαψε να είναι το μεγάλο εμπορικό κέντρο μεταξύ ανατολής και δύσης.

Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους και ο διαμελισμός της αυτοκρατορίας επισφράγισαν τη μακρά σειρά των ατυχιών.

Οι θρησκευτικές έριδες.. (Η ύπαρξη «Ενωτικών» και «Ανθενωτικών» δίχαζε τους Βυζαντινούς. Οι Ενωτικοί που εξέφραζαν την πολιτική του αυτοκράτορα στην προσπάθειά τους να σωθεί η αυτοκρατορία, έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στη Δύση. Το τυφλό μίσος των Ανθενωτικών εναντίον των Δυτικών, που κρατούσε τις ρίζες του από την εποχή των Σταυροφοριών, τους θόλωνε την κρίση.).

Ο νέος σουλτάνος Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής είχε βάλει σκοπό της ζωής του την κατάληψη της Πόλης και περιέσφιγγε όλο και περισσότερο τον κλοιό γύρω από τη Βασιλεύουσα. Έτσι, στις 15 Απριλίου 1453 άρχισε η τρίτη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Τα κρατικά ταμεία της Πόλης ήσαν άδεια. Ο αυτοκράτορας χρειαζόταν χρήματα για την επισκευή των τειχών, για πυρομαχικά και για τρόφιμα. Αναγκαστικά ζήτησε από τους πλουσίους της πόλης να συνεισφέρουν για την σωτηρία της χώρας. Οι πλούσιοι δεν ανταποκρίθηκαν στην έκκληση του αυτοκράτορα. Οι δύο αδελφοί του Κωνσταντίνου Βασιλιάδες στη Πελοποννήσου αντί να βοηθήσουν τον αδελφό τους, αυτοί έκαναν πόλεμο μεταξύ τους. Ακόμα και μετά την άλωση αυτοί συνέχιζαν να συγκρούονται μεταξύ τους μέχρι που κατακτήθηκαν και αυτοί από τους Τούρκους.

Ο αυτοκράτορας σε μία απέλπιδα προσπάθεια του ζητά βοήθεια από τον Πάπα Νικόλαο Ε’. Ο Πάπας έβαλε και πάλι ως όρο την Ένωση των Εκκλησιών, αλλά αποδέχθηκε το αίτημα του αυτοκράτορα να στείλει στην Κωνσταντινούπολη ιερείς, προκειμένου να πείσουν τον λαό για την αναγκαιότητα της Ένωσης. Η προσπάθεια αυτή απέτυχε καθόσον το μίσος για τους Λατίνους δεν ήταν μόνο για δογματικούς λόγους. Η λαϊκή ψυχή δεν είχε ξεχάσει τη βαρβαρότητα που επέδειξαν οι Σταυροφόροι στην Πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, αλλά και στην καταπίεση των ορθοδόξων στις περιοχές, όπου κυριαρχούσαν οι καθολικοί. Αντίθετα, οι Οθωμανοί φαίνεται ότι συμπεριφέρονταν καλύτερα προς τους χριστιανούς. Πολλοί χριστιανοί είχαν υψηλές θέσεις στην οθωμανική διοίκηση, ακόμη και στο στράτευμα, ενώ κυριαρχούσαν στο εμπόριο. Οι χωρικοί πλήρωναν λιγότερους φόρους και ζούσαν με ασφάλεια.

Για την εξεύρεση οικονομικών πόρων ο Αυτοκράτορας αναγκάστηκε να κάνει κάτι, το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί άπρεπο και ιερόσυλο για κάποιον, που σέβεται τη θρησκεία και την εκκλησία. Επειδή το κράτος δεν είχε χρήματα, για να πληρώσει τους μισθούς των στρατευμένων, ο Κωνσταντίνος έδωσε εντολή να αφαιρέσουν από τους ναούς τα ιερά σκεύη, πού ήταν αφιερωμένα στο Θεό και να τα μετατρέψουν σε νομίσματα. Συμπληρώνει όμως ο συγγραφέας, που αναφέρει το συγκεκριμένο γεγονός, ότι οι δύσκολοι καιροί επέβαλαν να γίνει αυτή η ενέργεια και ότι ο Αυτοκράτορας είχε πρόθεση, αν σωζόταν η πόλη, να επιστρέψει όλα αυτά στο τετραπλάσιο.

Την ίδια στιγμή στο στρατόπεδο του Μωάμεθ η κατάσταση είναι οριακή και οι εντάσεις δεν λείπουν στο στράτευμα, αφού οι φήμες περί του ενετικού στόλου που πλησίαζε στην Πόλη για να σπάσει την πολιορκία σκορπίζουν το φόβο και στο στρατόπεδο των Οθωμανών, ρίχνοντας έτσι χαμηλότερα το ηθικό των όλο και πιο απρόθυμων πολιορκητών. Ο στρατός του πλέον έδειχνε μεγάλη αδημονία και εκνευρισμό, αφού είχαν περάσει σχεδόν δύο μήνες από την έναρξη της πολιορκίας και όχι μόνο δεν είχαν πετύχει τον στόχο τους, αλλά δεν είχαν σημειώσει ούτε μια αποφασιστική νίκη, είτε στην ξηρά είτε στην θάλασσα. Η πρώτη μεγάλη έφοδος των Τούρκων στις 20 Απριλίου 1453 απέτυχε. Η δεύτερη μεγάλη τουρκική επίθεση στις 11 το βράδυ της 7ης Μαΐου 1453, αποκρούστηκε και αυτή με μεγάλες απώλειες των επιτιθεμένων και μικρές βλάβες των τειχών που επισκευάστηκαν αμέσως. Την ίδια τύχη είχε και η Τρίτη μεγάλη επίθεση των Τούρκων που εκδηλώθηκε στις 12 Μαΐου 1453. Ο Μωάμεθ στις 21 Μαΐου (ή στις 23) έστειλε πρέσβη στην Πόλη, ζητώντας την παράδοσή της και υποσχόμενος ότι θα επέτρεπε στον αυτοκράτορα να αποχωρήσει με τα υπάρχοντά του, αναγνωρίζοντάς τον ως ηγεμόνα της Πελοποννήσου. Σε περίπτωση άρνησης θα εφαρμοζόταν ο ισλαμικός νόμος που επέτρεπε στους Οθωμανούς στρατιώτες για τρεις ημέρες να σφάζουν , να βιάζουν , να αρπάζουν γυναικόπαιδα για να τα πωλήσουν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Τότε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έδωσε την απάντηση η οποία έμελλε να μείνει στην ιστορία:

«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ’ ἐμὸν ἐστίν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν». «Ως προς να σου παραδώσω την Πόλη, ούτε δική μου είναι ούτε κανενός άλλου που κατοικεί σε αυτήν. Αποφασίσαμε από κοινού να πεθάνουμε με τη θέλησή μας».

Σάββατο 26 Μαΐου 1953. O Μωάμεθ συγκαλεί το συμβούλιο των πασάδων του. Ο μετριοπαθής γηραιός βεζίρης Χαλίλ Τσανταρλί που κατείχε τη θέση του μεγάλου βεζίρη, παίρνει πρώτος το λόγο. Μιλώντας προσεκτικά, του περιέγραψε τις δυσκολίες, τον κίνδυνο, να έρθει ιταλικός στόλος, τον οποίο όλοι οι Τούρκοι φοβούνταν, ζήτησε να λυθεί η πολιορκία. Απευθυνόμενος στο Μωάμεθ του είπε : « Τη δύναμή σου , που είναι ήδη πολύ μεγάλη, μπορείς να την αυξήσεις περισσότερο με την ειρήνη παρά με τον πόλεμο». Τους φιλοπόλεμους πασάδες εκπροσώπησε ο ελληνικής καταγωγής Ζαγανός πασάς. Οθωμανός Στρατηγός, ελληνικής καταγωγής. Ασπάστηκε τον μωαμεθανισμό και υπηρέτησε ως αξιωματικός στον στρατό του Μουράτ B’ και του Μωάμεθ Β’, στον οποίο ασκούσε σημαντική επιρροή. Αντιπαθούσε το Χαλίλ και τόνισε την ανάγκη να συνεχιστεί η πολιορκία. Μίλησε για την κούραση και τις ελλείψεις των πολιορκημένων, για τις εσωτερικές τους διαμάχες και για να κολακέψει το Μωάμεθ τον συνέκρινε με τον Αλέξανδρο που με λιγότερο στρατό κυρίεψε τον μισό κόσμο. Από κοντά και οι δερβίσηδες και οι μουλάδες μίλησαν για τα θεϊκά σημάδια που ήταν ευνοϊκά. Ο Μωάμεθ δεν είχε τίποτα άλλο να περιμένει. Όλοι θα ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση. Τελάληδες άρχισαν να ανακοινώνουν τις αποφάσεις του συμβουλίου, ενώ ο ίδιος ο Μωάμεθ καβάλα στο άλογο του διέτρεξε όλο το στρατόπεδο σηκώνοντας θύελλα ενθουσιασμού.

Ο στρατός του Μωάμεθ Β΄ ήταν τουλάχιστον 150.000 άντρες. Σύμφωνα όμως με νεότερους ιστορικούς τα τακτικά στρατεύματα πρέπει να έφταναν τους 35.000-45.000 στρατιώτες, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν από τις ευρωπαϊκές και ασιατικές επαρχίες. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν το επίλεκτο σώμα 11.000 γενιτσάρων και αρκετοί χριστιανοί υποτελείς των Οθωμανών. Το στράτευμα συνίστατο σε πεζικό, ιππικό, πυροβολικό. Επίσης υπήρχαν ελαφρά σώματα από τοξότες, σφενδονιστές και ακοντιστές. Όλοι οι πολεμιστές ήταν πολύ καλά εξοπλισμένοι με κάθε είδους όπλο, αμυντικό ή επιθετικό και έφεραν ασπίδες, επενδυμένες με σίδερο, κράνη, τόξα και βέλη, ξίφη και οτιδήποτε άλλο θεωρούνταν κατάλληλο για τειχομαχία. Ο στρατός ήταν άριστα εκπαιδευμένος και οργανωμένος και επικρατούσε μεγάλος ενθουσιασμός. Ο οθωμανικός στρατός φαινόταν πολύ μεγαλύτερος γιατί τον ακολουθούσε μεγάλος αριθμός από επικουρικό προσωπικό. Επί πλέον είχαν συγκεντρωθεί ατελείωτα πλήθη Τούρκων ατάκτων, που τους προσέλκυσε η προοπτική της λεηλασίας. Επίσης πολυάριθμοι φανατικοί μουσουλμάνοι μοναχοί (δερβίσηδες) και ιερωμένοι κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους στρατιώτες και με κηρύγματα τόνωναν την πολεμική ορμή τους. Απέναντι τους οι ανδρών που ήταν σε θέση να πολεμήσουν στο πλευρό του αυτοκράτορα ανέρχονταν στους 4.973, χωρίς τους ξένους, που ήταν μόλις δύο χιλιάδες.

Το πρωί της 29ης Μαΐου 1453 ο Κωνσταντίνος προαισθανόμενος το τέλος του πήγε στην Αγία Σοφία και μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Κατόπιν αποχαιρέτησε τους δικούς του κι έλαβε θέση μάχης με τους λιγοστούς στρατιώτες του. Αλλά από μία πύλη, την Κερκόπορτα, που λησμονήθηκε ανοιχτή, μπήκαν μέσα οι Τούρκοι και άρχισαν τη τρομερή σφαγή. Ο αυτοκράτορας πολέμησε γενναία ως απλός στρατιώτης, αλλά οι Οθωμανοί υπερείχαν συντριπτικά και ο Κωνσταντίνος έπεσε νεκρός, αφού προηγουμένως ζήτησε από κάποιο χριστιανό να τον θανατώσει. Ο θάνατός του σηματοδότησε το τέλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία είχε συνεχιστεί στην Ανατολή για 977 χρόνια μετά την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μετά το θάνατό του, έγινε θρυλική μορφή της ελληνικής λαϊκής παράδοσης ως ο “Μαρμαρωμένος Βασιλιάς”, που θα ξυπνήσει και θα ανακτήσει την Αυτοκρατορία και την Κωνσταντινούπολη από τους Οθωμανούς. Ο Μωάμεθ άφησε να εφαρμοστεί ο ισλαμικός νόμος για τρεις ημέρες και αποκεφάλισε τον γηραιό βεζίρη Χαλίλ Τσανταρλί που κατείχε τη θέση του μεγάλου βεζίρη και του είχε εισηγηθεί την λύση της πολιορκίας.

Ο Ζαγανός πασάς πολέμησε με μεγάλη ανδρεία κατά την τελική έφοδο εναντίον της Βασιλεύουσας και μετά την κατάληψή της ανέλαβε να υποτάξει την Πελοπόννησο, εγχείρημα που το θεωρούσε εύκολο εξαιτίας της τοπικής διαμάχης μεταξύ του Θωμά και του Δημητρίου Παλαιολόγου. Η εισβολή του στην Πελοπόννησο στέφθηκε με επιτυχία και στη συνέχεια εδραίωσε την κυριαρχία του και στη Στερεά Ελλάδα, συλλαμβάνοντας και φονεύοντας τον τελευταίο Λατίνο δούκα της, Ατσαγιόλι. Έγινε ο μεγάλος βεζίρης του Μωάμεθ. Την κόρη του. Ζαγανού παντρεύτηκε ο Μωάμεθ Β’* ο Πορθητής.

βιβλιογραφία
Το βιβλίο της Αιμιλίας Ιωαννίδου, Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2000, σελ. 71 – 94.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ”, τόμος Θ, Εκδοτική Αθηνών
STEVEN RUNCIMAN, “Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ. 1453”, Δ’ Έκδοση, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ.

Share this: