ΜΕΝΟΥ

Share

ΣτΕ Ολ. 1682-1683/2022 – Σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ η επιστροφή ποσών για περικοπές 11 μηνών σε κύριες συντάξεις του δημοσίου τομέα και η απόσβεση των λοιπών αξιώσεων για όσους δεν άσκησαν αγωγή έως 8.10.2020

30/08/2022

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Παρακάτω μπορείτε να δείτε την απόφαση έτσι όπως έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του ΣΤΕ.
Σύμφωνα με την απόφαση όσοι δεν άσκησαν αγωγή έως 8.10.2020 το δικαίωμά τους αποσβαίνεται.
Σε κάθε περίπτωση και για όσους θα ήθελαν διευκρινίσεις σε πιθανά ερωτήματα επί του θέματος συστήνεται η προσωπική επικοινωνία με το δικηγόρο της επιλογής τους.

Πρόεδρος: Ε. Σάρπ

Εισηγητής: Α. Καλογεροπούλου, Σύμβουλος Επικρατείας

Σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ η επιστροφή ποσών για περικοπές 11 μηνών σε κύριες συντάξεις του δημοσίου τομέα και η απόσβεση των λοιπών αξιώσεων για όσους δεν άσκησαν αγωγή έως 8.10.2020

Με τις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 1682-1683/2022 απορρίφθηκαν αιτήσεις ακυρώσεως αφενός τριών ενώσεων αποστράτων αξιωματικών και αφετέρου ενός σωματείου αποστράτων σωμάτων ασφαλείας κατά της Κ.Υ.Α. Φ.11321/37311/1610/13.10.2020 «Επιστροφή ποσών μειώσεων συντάξεων δημοσίου τομέα» (Β΄ 4536/14.10.2020), (α) καθ’ ο μέρος προβλέπεται και ρυθμίζεται με αυτήν η επιστροφή ποσών που αντιστοιχούν σε μειώσεις μόνον των προβλεπομένων στην παρ. 1 του άρθρου 33 του ν. 4734/2020 κύριων συντάξεων, οι οποίες (μειώσεις) επιβλήθηκαν κατ’ εφαρμογή της υποπαρ. Β3 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και αφορούν το χρονικό διάστημα από τις 11.6.2015 έως την δημοσίευση του ν. 4387/2016 (12.5.2016), και (β) καθ’ ο μέρος με την προβλεπόμενη στην εν λόγω απόφαση καταβολή των ποσών που αντιστοιχούν στις ως άνω περικοπές κύριων συντάξεων αποσβέννυνται, σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 4 του ν. 4734/2020, επιπλέον αξιώσεις των συνταξιούχων του δημόσιου τομέα, εφόσον, ως προς τις αξιώσεις αυτές, δεν υπήρχε εκκρεμής δίκη κατά την δημοσίευση του εν λόγω ν. 4734/2020 (8.10.2020).

Με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1682/2022 κρίθηκε ότι η ρύθμιση του άρθρου 33 του ν. 4734/2020 δεν αντίκειται στην υποχρέωση συμμόρφωσης προς δικαστικές αποφάσεις. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε τα εξής:

Ο θεσμικός σεβασμός της διοικήσεως και του νομοθέτη προς τη νομολογία των δικαστηρίων, και δη των ανωτάτων, με την έννοια της εφαρμογής της σχετικής αποφάσεως ως νομολογιακού προηγούμενου και στους τελούντες σε όμοιες συνθήκες, αποτελεί, κατ’ αρχήν, ουσιώδη  προϋπόθεση  για την εμπέδωση του κράτους δικαίου. Όμως, η, υπ’ αυτή την έννοια, «συμμόρφωση» δεν αποτελεί αντικείμενο ελέγχου με βάση την κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος υποχρέωση συμμορφώσεως προς τις δικαστικές αποφάσεις, η οποία αφορά μόνον εκείνους που διετέλεσαν διάδικοι στη σχετική δίκη και νομιμοποιούνται να προβάλλουν παράλειψη, άρνηση ή πλημμελή συμμόρφωση προς τα κριθέντα με την δικαστική αυτή απόφαση όχι όμως και τρίτους οι οποίοι δεν υπήρξαν διάδικοι στην οικεία δίκη και οι οποίοι δεν νομιμοποιούνται σχετικώς. Τα ανωτέρω δεν μεταβάλλονται στην περίπτωση της κατ’ άρθρο 108Α του π.δ/τος 1225/1981 που προστέθηκε με το άρθρο 69 του ν. 4055/2012 [ήδη δε κατ’ άρθρο 163 του ν. 4700/2020] «πρότυπης» ή «πιλοτικής» δίκης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Διότι, και στην περίπτωση αυτή, κατά το γράμμα και τον σκοπό των σχετικών ρυθμίσεων, η απόφαση επί της εν λόγω δίκης δεσμεύει, όπως ρητώς ορίζεται στον νόμο, μόνον τους διαδίκους της συγκεκριμένης δίκης – τους αρχικούς και τους παρεμβάντες ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου – κατά τα λοιπά δε, η σχετική απόφαση, έχοντας εκδοθεί με τον τρόπο και στον χρόνο που προβλέπεται, συμβάλλει στην επιδιωκόμενη ασφάλεια δικαίου, όχι επεκτείνοντας τη δικονομική της δεσμευτικότητα στις όμοιες εν γένει περιπτώσεις, αλλά συνιστώντας γι’ αυτές, ως προς το γενικότερο ζήτημα που επιλύθηκε, επίκαιρη νομολογία του οικείου ανωτάτου δικαστηρίου, η οποία έχει, μάλιστα, εκδοθεί με ειδική προς τούτο διαδικασία και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκδίκαση ομοίων υποθέσεων, αλλά και από την Διοίκηση κατά την αντιμετώπιση ομοίων υποθέσεων.

Ενόψει τούτου, απορρίφθηκε ως αβάσιμος λόγος ότι ο νομοθέτης ήταν υποχρεωμένος, μετά την δημοσίευση της 1277/2018 αποφάσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίθηκε (σε πρότυπη δίκη όπου δεν ήταν διάδικοι οι αιτούσες ενώσεις) ότι είναι αντισυνταγματική η διάταξη της υποπαρ. Β.3 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, να θεσπίσει ρύθμιση, με την οποία να προβλέπει την χορήγηση σε όλα τα μέλη των αιτουσών ενώσεων, των οποίων οι συντάξεις είχαν υποστεί τις κριθείσες με την απόφαση αυτή ως αντισυνταγματικές περικοπές, ποσά αντίστοιχα με το σύνολο των εν λόγω περικοπών, δηλαδή αντίστοιχα με τις περικοπές που επήλθαν από τον χρόνο ενάρξεως ισχύος των διατάξεων του ν. 4093/2012, με τις οποίες οι περικοπές αυτές επιβλήθηκαν, και μάλιστα ανεξαρτήτως αν οι ενδιαφερόμενοι είχαν ασκήσει σχετικά ένδικα βοηθήματα ή είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής των σχετικών (όλων ή ορισμένων) αξιώσεων. Άλλωστε, πέραν του ότι τα μέλη των αιτουσών ενώσεων, μετά την δημοσίευση της ανωτέρω αποφάσεως Ελ.Συν. Ολομ. 1277/2018, μπορούσαν, επικαλούμενα ως νομολογιακό προηγούμενο την εν λόγω απόφαση, να διεκδικήσουν δικαστικώς ποσά που αντιστοιχούσαν στις ως άνω περικοπές για χρονικά διαστήματα πριν από την 11.6.2015, εφόσον οι σχετικές αξιώσεις δεν είχαν υποπέσει σε παραγραφή, από την επιλογή του νομοθέτη να προβλέψει, με το άρθρο 33 του ν. 4734/2020, την καταβολή ποσών, που αντιστοιχούν σε περικοπές που επιβλήθηκαν στις κύριες μόνον συντάξεις για συγκεκριμένο ενδεκάμηνο χρονικό διάστημα (παρ. 1), και την απόσβεση (με την παρ. 4) περικοπών, μειώσεων και καταργήσεων άλλων συνταξιοδοτικών παροχών δυνάμει του ν. 4093/2012 κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, δεν θίγονται, εν πάση περιπτώσει, τυχόν αξιώσεις των συνταξιούχων στρατιωτικών για άλλα χρονικά διαστήματα, εφόσον δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή.

Επιπλέον, με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1683/2022 απορρίφθηκαν λόγοι περί μη συμμόρφωσης προς τις αποφάσεις ΣτΕ 2287-8/2015 και 1439/2020 και παραβίασης του δεδικασμένου που απορρέει από αυτές ως προς τις επικουρικές συντάξεις και τα επιδόματα εορτών και αδείας. Και τούτο διότι οι αποφάσεις αυτές, οι οποίες, πέραν του ότι εκδόθηκαν σε δίκες στις οποίες δεν ήταν διάδικος η αιτούσα ομοσπονδία, αφορούν τους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα και όχι του δημόσιου τομέα. Εξάλλου, η απόφαση ΣτΕ Ολομ. 1890/2019, που επίσης μνημονεύεται στο δικόγραφο, αφορά ρυθμίσεις του ν. 4387/2016 σχετικές με τις επικουρικές συντάξεις των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα.

Περαιτέρω, με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1683/2022 κρίθηκε ότι με το άρθρο 33 του ν. 4734/2020 προβλέφθηκε, στο πλαίσιο της υποχρεώσεως του κράτους να εναρμονίζεται προς την νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων, αλλά και κατ’ επίκληση της ισότητας σε σχέση με τους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα, η χορήγηση ποσών που αντιστοιχούν στις περικοπές των κύριων συντάξεων, βάσει της υποπαρ. Β3 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, οι οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές με την απόφαση Ελ. Συν. Ολομ. 1277/2018, και σε συνταξιούχους, οι οποίοι παρά το ότι είχαν υποστεί περικοπές στις συντάξεις τους κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως, είχαν δε στερηθεί τα επιδόματα εορτών και αδείας κατ’ εφαρμογή της υποπαρ. Β4 της ίδιας ως άνω παρ. Β, εν τούτοις, ούτε ύστερα από την έναρξη ισχύος του θεσπίζοντος νέο ασφαλιστικό σύστημα ν. 4387/2016, αλλά και ούτε ύστερα από την δημοσίευση της ως άνω αποφάσεως, είχαν προβεί μέχρι την στιγμή της θεσπίσεως της επίμαχης ρυθμίσεως σε οποιαδήποτε ενέργεια προκειμένου να διεκδικήσουν δικαστικώς ποσά που αντιστοιχούν σε περικοπές συνταξιοδοτικών παροχών αναγόμενες σε χρονικό διάστημα πριν από την δημοσίευση του ν. 4387/2016. Ως αντιστάθμισμα δε της χορηγήσεως των ποσών που αντιστοιχούν σε περικοπές των κύριων συντάξεων και στην ανωτέρω κατηγορία συνταξιούχων, ο νομοθέτης, ενόψει της ανάγκης τηρήσεως των αρχών της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως και της σημαντικής επιβαρύνσεως της δημοσιονομικής καταστάσεως της χώρας λόγω απροβλέπτων καταστάσεων που ανέκυψαν μετά την δημοσίευση της ανωτέρω αποφάσεως, αλλά και της ανάγκης για την, κατά το δυνατόν, ταχεία και οριστική εκκαθάριση αξιώσεων που ανάγονται σε συνταξιοδοτικές παροχές του παρελθόντος, ώστε το κράτος να μπορέσει να προχωρήσει σε προγραμματισμό για την κατανομή των πεπερασμένων κρατικών πόρων, περιορίζοντας, κατά το μέτρο του εφικτού, τον κίνδυνο ανατροπής του, προέβλεψε ότι οι αξιώσεις για την καταβολή ποσών, τα οποία αντιστοιχούν σε λοιπές (πέραν αυτών στις οποίες αναφέρεται η παρ. 1 του άρθρου 33 του ν. 4734/2020) περικοπές συνταξιοδοτικών παροχών, που είχαν επιβληθεί με τον ν. 4093/2012 και αφορούν το επίμαχο ενδεκάμηνο χρονικό διάστημα της ανωτέρω κατηγορίας συνταξιούχων, αποσβέννυνται με την καταβολή σε αυτούς μέχρι 31.12.2020 ποσών που αντιστοιχούν μόνον σε περικοπές των κύριων συντάξεών τους, δεν παρέσχε δε σε αυτούς την δυνατότητα να επιλέξουν αν θα λάβουν τα εν λόγω ποσά, με συνέπεια να αποσβεσθούν οι λοιπές αξιώσεις τους, ή αν θα προτιμήσουν, παραιτούμενοι από την καταβολή μέχρι τις 31.12.2020 των εν λόγω ποσών, που αντιστοιχούν στις περικοπές των κύριων συντάξεων που είχαν υποστεί, να διεκδικήσουν και άλλες αξιώσεις έχουσες σχέση με διατάξεις του ν. 4093/2012 και αναγόμενες στο ίδιο χρονικό διάστημα, ασκώντας τα οικεία ένδικα βοηθήματα και αναμένοντας την εκδίκαση αυτών και την έκδοση αποφάσεων επ’ αυτών. Αντιθέτως, ο νομοθέτης δεν έθιξε τις αξιώσεις όσων είχαν προσφύγει πριν από την δημοσίευση του ν. 4734/2020 ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων, ζητώντας την καταβολή ποσών που αντιστοιχούν σε άλλες, πέραν εκείνων στις οποίες αφορά η επίμαχη ρύθμιση, περικοπές συνταξιοδοτικών παροχών, ούτε επεμβαίνει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στις σχετικές εκκρεμείς δίκες. Με την ρύθμιση αυτή και ενόψει των δεδομένων της υποθέσεως δεν παραβιάζεται ούτε το απορρέον από δικαστικές αποφάσεις δεδικασμένο ούτε η υποχρέωση συμμορφώσεως προς δικαστικές αποφάσεις υπό την έννοια του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος [ως προς τα επιδόματα εορτών και αδείας, άλλωστε, ούτε υπάρχει, ούτε επικαλείται η αιτούσα ομοσπονδία ότι υπάρχει, οριστική απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία, κατ’ αντιστοιχία προς τα κριθέντα με τις αποφάσεις ΣτΕ Ολομ. 2287-8/2015 για τους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα, να κηρύσσει αντισυνταγματική τη διάταξη της υποπαρ. Β4 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με την οποία καταργήθηκαν τα επιδόματα αυτά ως προς τους συνταξιούχους του δημόσιου τομέα]. Η θέσπιση δε της ανωτέρω ρυθμίσεως δικαιολογείται από σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, επίκληση των οποίων γίνεται στην οικεία αιτιολογική έκθεση. Υπό τα δεδομένα αυτά, κρίθηκε ότι η ως άνω νομοθετική ρύθμιση του περιορισμού των χορηγούμενων αναδρομικών ποσών για την κατηγορία εκείνη των συνταξιούχων που δεν είχαν ασκήσει σχετικά ένδικα βοηθήματα έως την δημοσίευση του ν. 4734/2020, η οποία (ρύθμιση) από τη φύση της υπόκειται σε οριακό μόνον δικαστικό έλεγχο, υπό τις ανωτέρω όλως εξαιρετικές δημοσιονομικές συνθήκες της χώρας, δεν αντίκειται στις διατάξεις ούτε των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 20 παρ. 1, 25 παρ. 1 (εδ. δ΄) και 26 του Συντάγματος ούτε του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α..

– Ως προς το ζήτημα αυτό μειοψήφησαν τρεις Σύμβουλοι, κατά τη γνώμη των οποίων η ρύθμιση της παρ. 4 του άρθρου 33 του ν. 4734/2020 περί αποσβέσεως των αξιώσεων των συνταξιούχων του δημόσιου τομέα για ποσά, τα οποία αντιστοιχούν σε περικοπές συνταξιοδοτικών παροχών με βάση τον ν. 4093/2012 πέραν αυτών που αναφέρονται στην παρ. 1, για το χρονικό διάστημα από 11.6.2015 έως 12.5.2016, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 26 Συντ., διότι η προβλεπόμενη με τη διάταξη αυτή μονομερής και υποχρεωτική απόσβεση μη παραγεγραμμένων απαιτήσεων των συνταξιούχων του δημόσιου τομέα [στους οποίους δεν παρέχεται η εναλλακτική δυνατότητα, παραιτούμενοι της προβλεπόμενης στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου καταβολής των ποσών που αντιστοιχούν στις περικοπές των κυρίων συντάξεων αυτών, δυνάμει των διατάξεων της υποπαρ. Β3 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, για το ίδιο χρονικό διάστημα, να διεκδικήσουν και άλλες αξιώσεις πέραν αυτών που αντιστοιχούν στις εν λόγω περικοπές] συνεπάγεται την στέρηση του δικαιώματος των εν λόγω συνταξιούχων να προσφύγουν σε δικαστήριο για τη διεκδίκηση ποσών που αντιστοιχούν σε περικοπές συνταξιοδοτικών παροχών και την ανεπίτρεπτη αφαίρεση των εν λόγω υποθέσεων από την ύλη των δικαστηρίων.

Εξάλλου, με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1682/2022 απορρίφθηκε ως αβάσιμος ο λόγος, με τον οποίο προβλήθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο προέβη «σε αυθαίρετη μερική – μονομερώς επιλεκτική εφαρμογή» των υπ’ αριθ. 2192/2014, 1128/2016 και 258/2018 αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος.

Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι, όσον αφορά τις περικοπές και μειώσεις του ν. 4093/2012, οι στρατιωτικοί συνταξιούχοι υπέστησαν στις καταβαλλόμενες σε αυτούς συντάξεις αφενός μεν τις μειώσεις που επήλθαν στις συντάξεις όλων των συνταξιούχων του Δημοσίου (αντίστοιχες με τις μειώσεις στις συντάξεις του ιδιωτικού τομέα) (άρθρο πρώτο παρ. Β υποπαρ. Β.3) και την κατάργηση των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και αδείας (άρθρο πρώτο παρ. Β υποπαρ. Β.4), αφετέρου δε τις μειώσεις που επήλθαν στις συντάξεις τους συνεπεία (ως παρακολούθημα) των μειώσεων των αποδοχών των εν ενεργεία στρατιωτικών ή των εν ενεργεία στελεχών των σωμάτων ασφαλείας, αντιστοίχως [τούτο δε ίσχυε και για άλλα ειδικά μισθολόγια], οι οποίες (μειώσεις των αποδοχών) θεσπίσθηκαν με τις μισθολογικές διατάξεις του ν. 4093/2012 (άρθρο πρώτο παρ. Γ. υποπαρ. Γ.1 περ. 31-33 και παρ. 37). Οι τελευταίες αυτές μειώσεις επιβλήθηκαν στις συντάξεις των στρατιωτικών συνταξιούχων λόγω του ισχύοντος τότε κανόνα της ευθείας συνδέσεως των συντάξεών τους με τις αποδοχές των εν ενεργεία στρατιωτικών και της αυτόματης αναπροσαρμογής του ύψους των συντάξεων σε περίπτωση αναπροσαρμογής των αποδοχών ενεργείας, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 169/2007, ρήτρα αναπροσαρμογής). Οι εν λόγω διατάξεις των περ. 31-33 της υποπαρ. Γ1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 κρίθηκαν αντισυνταγματικές με τις αποφάσεις ΣτΕ Ολομ. 2192-2196/2014. Στη συνέχεια, με τις αποφάσεις ΣτΕ Ολομ. 1125-1128/2016 κρίθηκαν ως αντισυνταγματικές οι ρυθμίσεις μισθολογικής αποκαταστάσεως των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας του άρθρου 86 του ν. 4307/2014. Ακολούθως, με την απόφαση ΣτΕ Ολομ. 668/2021 κρίθηκε ότι, εφόσον με τις διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 1 του ν. 4575/2018 προβλέφθηκε η καταβολή στους απόστρατους αξιωματικούς και ανθυπασπιστές των ενόπλων δυνάμεων εφάπαξ χρηματικού ποσού, το οποίο καλύπτει τη διαφορά μεταξύ των συντάξεων, που οι απόστρατοι δικαιούνταν να λάβουν βάσει των ειδικών μισθολογικών διατάξεων των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/2003, και των συντάξεων που έλαβαν κατ’ εφαρμογή των αντισυνταγματικών μισθολογικών διατάξεων του νεότερου ν. 4307/2014, για το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως 30.6.2016, η Διοίκηση συμμορφώθηκε πλήρως προς την 1128/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου.

Με τα δεδομένα αυτά, με την ως άνω απόφαση ΣτΕ Ολ 1682/2022 έγινε δεκτό ότι, όπως κρίθηκε με την ΣτΕ Ολομ. 668/2021,  ο νομοθέτης συμμορφώθηκε προς την απόφαση ΣτΕ Ολομ. 1128/2016 με το άρθρο 15 του ν. 4575/2018 και την κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα Κ.Υ.Α. Ενόψει δε του ότι με το άρθρο 15 του ν. 4575/2018 και την κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα Κ.Υ.Α. έχουν ικανοποιηθεί οι αξιώσεις των μελών των αιτουσών ενώσεων που αφορούν τις μειώσεις των συντάξεων που επήλθαν λόγω μειώσεως των αποδοχών ενεργείας με βάση τις διατάξεις των περ. 31-33 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, κρίθηκε εν πάση περιπτώσει απορριπτέος και ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβλήθηκε ότι με το άρθρο 33 παρ. 4 του ν. 4734/2020 αποσβέννυνται όχι μόνον οι αξιώσεις από τις περικοπές και μειώσεις της υποπαρ. Β.3 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 αλλά και από όλες ανεξαιρέτως τις περικοπές και μειώσεις των συντάξεων των συνταξιούχων του Δημοσίου που προέβλεπε ο ν. 4093/2012, ήτοι και εκείνες από τις ωσαύτως κριθείσες ως αντισυνταγματικές μειώσεις που επήλθαν ως παρακολούθημα των μειώσεων των αποδοχών ενεργείας των αμειβόμενων με ειδικά μισθολόγια δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων (βλ. υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012), οι οποίες δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή και παραμένουν ενεργές, και ότι με την απόσβεση αυτή αφαιρούνται γεγενημένα περιουσιακά δικαιώματα κατά παράβαση του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και παραβιάζεται το δικαίωμα περί ελεύθερης αναπτύξεως της οικονομικής δραστηριότητας των συνταξιούχων (άρ. 5 παρ. 1 Συντ.). Και τούτο ανεξαρτήτως της εννοίας της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 33 παρ. 4 του ν. 4734/2020, αν δηλαδή αφορά, εκτός από τις περικοπές των υποπαρ. Β.3 και Β.4 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, και τις περικοπές των συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιούχων του Δημοσίου που επήλθαν από τις ωσαύτως κριθείσες ως αντισυνταγματικές μειωτικές αναπροσαρμογές των συντάξεων των αμειβόμενων με ειδικά μισθολόγια δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων συνεπεία της μειώσεως των αποδοχών ενεργείας (με τις διατάξεις των περ. 31-33 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012). Εξάλλου, οι αιτούσες ενώσεις, οι οποίες εκπροσωπούν συνταξιούχους στρατιωτικούς, δεν αναφέρουν άλλες συγκεκριμένες αξιώσεις της κατηγορίας αυτής των συνταξιούχων του δημόσιου τομέα αφορώσες το ανωτέρω ενδεκάμηνο χρονικό διάστημα, οι οποίες, κατ’ αυτούς, αποσβέννυνται με βάση τη διάταξη του άρ. 33 παρ. 4 του ν. 4374/2020.

Με αντίστοιχο σκεπτικό απορρίφθηκε, με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1683/2022, λόγος σχετικά με την απόσβεση, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 33 του ν. 4734/2020, των αξιώσεων των συνταξιούχων των σωμάτων ασφαλείας που αφορούν ποσά αντίστοιχα με τις περικοπές που επήλθαν στις συντάξεις αυτών, με βάση τον ν. 4093/2012, συνεπεία των μειώσεων των αποδοχών ενεργείας, προς τις οποίες συνδέονταν ευθέως οι συντάξεις, κατά το άρ. 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, και σχετικά με την προβαλλόμενη παραβίαση του άρ. 1 του Π.Π.Π. λόγω της απόσβεσης αυτής.

Περαιτέρω, με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1683/2022 κρίθηκε ότι, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η αιτούσα παραπονείται για την με βάση την παρ. 4 του άρθρου 33 του ν. 4734/2020 απόσβεση αξιώσεων σχετικών με τις επιβληθείσες με τον ν. 4051/2012 περικοπές συνταξιοδοτικών παροχών, ο σχετικός λόγος είναι απορριπτέος, διότι η διάταξη αυτή του ν. 4734/2020 αναφέρεται μόνον σε αξιώσεις για ποσά που αντιστοιχούν σε περικοπές συνταξιοδοτικών παροχών δυνάμει του ν. 4093/2012, ενόψει, άλλωστε, του ότι η περικοπή των χορηγουμένων από το Δημόσιο στους συνταξιούχους του δημόσιου τομέα συντάξεων που επιβλήθηκε με τις διατάξεις του ν. 4051/2012 κρίθηκε από το Ελεγκτικό Συνέδριο ότι είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

Επιπλέον, με την ΣτΕ Ολ 1682/2022 κρίθηκε ότι, αν ήθελε θεωρηθεί ότι με την κρινόμενη αίτηση οι αιτούσες ενώσεις παραπονούνται και για την μη επιστροφή στα μέλη τους ποσών που αντιστοιχούν σε περικοπές των κύριων συντάξεων, που επιβλήθηκαν με προγενέστερους του ν. 4093/2012 νόμους, και ειδικότερα με τους ν. 4024/2011 και 4051/2012, το σχετικό αίτημα είναι απορριπτέο. Και τούτο διότι με τα πρακτικά της 10ης Γεν. Συν. της 3.6.2015 και της 5ης Γεν. Συν. της 29.3.2017 της Διοικ. Ολομ. του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίθηκε, αντίστοιχα, ότι οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 10 του ν. 4024/2011 και του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α΄ του ν. 4051/2012 είναι συμβατές με το Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Π.Π.Π. της ΕΣΔΑ. 

Με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1682/2022 απορρίφθηκε ο λόγος ότι η προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α. είναι ακυρωτέα, εκτός των άλλων, και λόγω του τρόπου υπολογισμού του ύψους των αναδρομικών που δικαιούνται τα μέλη των αιτουσών ενώσεων, αφού παρακρατήθηκε η εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχων, αν και με την απόφαση Ελ. Συν. Ολομ. 244/2017 έχουν κριθεί αντισυνταγματικές οι διατάξεις με τις οποίες επιβλήθηκε και αυξήθηκε η εισφορά αυτή. Και τούτο, διότι ούτε το άρθρο 33 του ν. 4734/2020 ούτε η κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα προσβαλλόμενη απόφαση περιέχουν ρυθμίσεις σχετικές με την εν λόγω εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχων, στην οποία αφορά η ως άνω απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και η οποία δεν έχει επιβληθεί με διατάξεις του ν. 4093/2012. Εξάλλου, τα προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση ότι τα ποσά, που αντιστοιχούν στην παρακρατηθείσα ως άνω εισφορά, και μάλιστα όχι μόνον για το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρεται η προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α., αλλά μέχρι και τον χρόνο ασκήσεως της αιτήσεως, έπρεπε να συμπεριληφθούν στην εν λόγω Κ.Υ.Α., απορρίφθηκαν ως αβάσιμα, προεχόντως διότι ο νομοθέτης δεν ήταν υποχρεωμένος, μετά την δημοσίευση της απόφασης Ελ.Συν. 244/2017 – η οποία εκδόθηκε σε «πιλοτική» δίκη, στην οποία δεν προκύπτει ούτε ισχυρίζονται ότι ήταν διάδικοι οι αιτούσες ενώσεις – να θεσπίσει ρύθμιση, με την οποία να προβλέπει την χορήγηση σε όλα τα μέλη τους ποσών αντίστοιχων με την παρακρατηθείσα επί των συντάξεών τους εισφορά αλληλεγγύης, και μάλιστα ανεξαρτήτως αν οι ενδιαφερόμενοι είχαν ασκήσει σχετικά ένδικα βοηθήματα ή είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής των σχετικών αξιώσεων. Άλλωστε, εφόσον ούτε το άρθρο 33 του ν. 4734/3030 ούτε η προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α. περιέχουν ρύθμιση σχετικά με την εν λόγω εισφορά αλληλεγγύης, δεν ασκούν καμία επιρροή σε τυχόν αξιώσεις των μελών των αιτουσών ενώσεων που αφορούν την εισφορά αυτή.

 Με την ίδια ως άνω απόφαση ΣτΕ Ολ 1682/2022 κρίθηκε ότι με τις διατάξεις του άρθρου 33 του ν. 4734/2020 δεν θεσπίζεται πάγια συνταξιοδοτική ρύθμιση, η οποία επιφέρει μείωση των συντάξεων, που καταβάλλονταν κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως του εν λόγω νόμου, αλλά προβλέπεται καταβολή, σε σύντομο χρονικό διάστημα και χωρίς αναμονή εκδικάσεως τυχόν εκκρεμών ενδίκων βοηθημάτων και δημοσιεύσεως των σχετικών αποφάσεων, σε όλους τους συνταξιούχους του δημόσιου τομέα ποσών που αντιστοιχούν στις αφορώσες το χρονικό διάστημα από 11.6.2015 έως 12.5.2016 περικοπές των κύριων συντάξεων, οι οποίες είχαν γίνει με βάση την υποπαρ. Β3 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και είχαν κριθεί ως αντισυνταγματικές με την απόφαση Ελ.Συν. Ολομ. 1277/2018. Με τα δεδομένα αυτά, οι ανωτέρω διατάξεις, κατά το μέρος που με αυτές  προβλέπεται καταβολή ποσών που αντιστοιχούν σε περικοπές μόνον των κύριων συντάξεων και αφορούν ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα (ενδεκάμηνο) αναγόμενο στο παρελθόν, δεν θέτουν σε διακινδύνευση το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως των συνταξιούχων και δεν παραβιάζουν το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος. Με τις σκέψεις αυτές,  απορρίφθηκε ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβλήθηκε ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις του ν. 4734/2020 και της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν διασφαλίζουν το ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως και παραβιάζουν την αποτυπωμένη στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς και ο λόγος με τον οποίο προβλήθηκε παράβαση της αρχής της ισότητας και της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και επέμβαση στο ατομικό δικαίωμα στην περιουσία.

Με αντίστοιχο σκεπτικό απορρίφθηκε, με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1683/2022, λόγος ακυρώσεως περί παραβίασης του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., διότι ο λόγος αυτός, όπως προβάλλεται, φαίνεται να στηρίζεται στην εσφαλμένη εκδοχή ότι με την επίμαχη ρύθμιση επιβλήθηκε περαιτέρω μείωση συνταξιοδοτικών παροχών σε συνέχεια μειώσεων που είχαν επιβληθεί με προηγούμενους νόμους.

Επίσης, με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1682/2022 κρίθηκε ότι, ενόψει της φύσεως της θεσπιζομένης με το άρθρο 33 του ν. 4734/2020 ρυθμίσεως, που δεν επιφέρει μεταβολές στο ισχύον συνταξιοδοτικό σύστημα, αρκεί η ρύθμιση αυτή να συνοδεύεται από σχετική αιτιολογική έκθεση, στην οποία να εκτίθενται οι ειδικότεροι λόγοι που οδήγησαν στην θέσπισή της. Εν προκειμένω, οι λόγοι αυτοί προκύπτουν από την οικεία αιτιολογική έκθεση και συνίστανται στην διαφύλαξη της δημοσιονομικής σταθερότητας της χώρας, ώστε να είναι δυνατή η κάλυψη οικονομικών αναγκών της χώρας και σε άλλους τομείς, όπως η υγεία, η άμυνα, η διαχείριση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών, αποτελούν δε, ως σοβαροί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, επαρκές, κατ’ αρχήν, αιτιολογικό έρεισμα για την θέσπιση της επίμαχης ρυθμίσεως. Συνεπώς, απορρίφθηκε ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβλήθηκε ότι από την αιτιολογική έκθεση του άρθρου 33 του ν. 4734/2020 απουσιάζει οιαδήποτε αιτιολογία για την «παράνομη αυτή απομείωση του δικαιούμενου ποσού αναδρομικών».    

Με την ΣτΕ Ολ 1682/2022 κρίθηκε ότι το ύψος των συντάξεων, μεταξύ άλλων, των συνταξιούχων στρατιωτικών διέπεται ήδη από τον ν. 4387/2016 – με τον οποίο, εκτός των άλλων, καταργήθηκε η ρήτρα αναπροσαρμογής των συντάξεων σε περίπτωση τροποποιήσεως των μισθολογικών διατάξεων που ισχύουν κάθε φορά για τους εν ενεργεία στρατιωτικούς (ΣτΕ Ολομ. 668/2021)– το δε μισθολογικό καθεστώς των εν ενεργεία στρατιωτικών ρυθμίζεται πλέον από τα άρθρα 124-127 του ν. 4472/2017. Εφόσον δε η προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α. δεν έχει εκδοθεί σε εφαρμογή διατάξεων των νόμων αυτών, αλλά κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 33 παρ. 3 του ν. 4734/2020, και ρυθμίζει την χορήγηση ποσών αντίστοιχων με περικοπές των κύριων συντάξεων, μεταξύ άλλων των στρατιωτικών, που είχαν επιβληθεί με την υποπαρ. Β3 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και αφορούν ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα 11 μηνών αναγόμενο στο παρελθόν, απαραδέκτως παραπονούνται οι αιτούσες ενώσεις στο πλαίσιο της παρούσης δίκης για παράλειψη της Πολιτείας να επαναφέρει τους μισθούς και τις συντάξεις των στρατιωτικών στο ύψος που είχαν πριν από τον ν. 4093/2012.

Εξάλλου, με τις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 1682-1683/2022 απορρίφθηκαν ως απαράδεκτοι οι λόγοι, με τους οποίους προβλήθηκε ότι η προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α. είναι ακυρωτέα διότι περιορίζεται στην καταβολή ποσών που αντιστοιχούν σε περικοπές κύριων συντάξεων για ενδεκάμηνο μόνον χρονικό διάστημα και δεν προβλέπει την χορήγηση και ποσών αντίστοιχων με τις περικοπές που έγιναν στις συντάξεις αυτές κατά το χρονικό διάστημα από 13.5.2016 έως 31.12.2018, όπως θα έπρεπε, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 4387/2016. Και τούτο, διότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο, οι διατάξεις αυτές του ν. 4387/2016 δεν εξειδικεύονται με την προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α., η οποία ρυθμίζει, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 33 παρ. 3 του ν. 4734/2020, μόνον την καταβολή ποσών που αντιστοιχούν στις περικοπές των κύριων συντάξεων, μεταξύ άλλων, και των συνταξιούχων στρατιωτικών και στελεχών της αστυνομίας, τις οποίες αυτοί υπέστησαν κατ’ εφαρμογή της υποπαρ. Β.3 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012.

Τέλος, με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1683/2022 απορρίφθηκε ως απαράδεκτος ο λόγος, με το οποίο προβλήθηκε ότι η μείωση και η μεταγενέσερη πλήρης περικοπή των επιδομάτων εορτών, και ενώ είχαν καταβληθεί επί δεκαετίες εισφορές, έγινε κατά παράβαση της αρχής της ισότητας και της ανταποδοτικότητας των εισφορών. Και τούτο, διότι η μείωση και η εν συνεχεία κατάργηση των επιδομάτων εορτών δεν θεσπίσθηκε με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 33 του ν. 4734/2020, αλλά με διατάξεις προγενεστέρων νόμων (άρθρο μόνο του ν. 3847/2010, άρθρο πρώτο παρ. Β υποπαρ. Β4 του ν. 4093/2012, αντιστοίχως), οι ρυθμίσεις των οποίων δεν εξειδικεύονται με την ήδη προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α..

Share this: