ΜΕΝΟΥ

Share

Ο Αλή πασάς

Τα Γιάννινα, πρώτα στ’ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα . . .

Ο Αλή πασάς “χορηγός” της Ελληνικής Επαναστάσεως!

Φυσάει Βοριάς, φυσάει Θρακιάς, τ’ είν’ το κακό που εγίνει

στα Γιάννινα στη λίμνη;

Επνίξανε τις δέκα επτά με την κυρά Φροσύνη!

Άχ! Χαλασμός που εγίνει!

Ναι, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης θέτει ως θεμέλιο της νέας ελληνικής ποιήσεως την πιστή εξιστόρηση των παθημάτων και των μαρτυρίων του Έθνους. Tην πάλη στο διηνεκές του Ελληνισμού προς τον “ξενισμόν”. Η μεγάλη περί ελληνικής εθνότητος ιδέα είχε πλέον αφήσει πίσω τον βυζαντινό εθνοτικό κυκεώνα και επεδίωκε αυθυπαρξία, νέα ατομικότητα και νέο κάλλος.

Ο Λευκάδιος ποιητής, από τη γενέτειρά του, τη Μαδουρή, εκεί περί το 1860, αγναντεύει τη γενέτειρα των γονέων του, την Ήπειρο. Την ακρόπολη, το ιερό βήμα, όπου ο νέος Έλληνας μπόρεσε να προφυλάξει ως άρτον προθέσεως την ιδέα της καταγωγής του και τις ελπίδες του μέλλοντος. Αναπολεί τη σατραπεία του αιμοσταγούς ελληνομάχου, του Αλβανού Αλή από το Τεπελένι, την αληθινή ενσάρκωση του κακού και του αισχρού, του γιού της Χάμκως, ένα καινοφανές και παράδοξο τέρας, που έμελε να σφαγιάσει κάθε ιερό και όσιο, και να ταυτιστεί με την έννοια παντός ανοσιουργήματος. Εντρυφεί με ραγισμένη καρδιά και τρεμάμενη πένα στο ανθρώπινο δράμα που επιγραφόταν στα ηπειρωτικά χρονικά: “Οι δέκα επτά με την κυρά Φροσύνη”!

Επέσανε τα Γιάννινα σιγά να κοιμηθούνε,

Εσβύσανε τα φώτα τους, εκλείσανε τα μάτια.

Η μάνα σφίγγει το παιδί βαθειά στην αγκαλιά της,

Γιατ’ είναι χρόνοι δύστυχοι και τρέμει μη το χάσει.

Άγρυπνος ο Αλήπασας ακόμη δεν νυστάζει

Και σ’ ένα δέρμα λιονταριού βρίσκεται ξαπλωμένος.

Ναι, ο Αλήπασάς, στα εξήντα του, βρίσκεται στον κολοφώνα της δύναμής του και της δόξας του. Με όπλα τη μάχαιρα, το δηλητήριο και την αγχόνη, διαχειριζόμενα με σατανική τελειότητα, είχε απαλλαγεί από τους διασημότερους οπλαρχηγούς της Ηπείρου, τους επίφοβους συγγενείς και φίλους, και, πάντα με την υπεροψία του ακαταδάμαστου, συλλαμβάνει την ιδέα της εαυτού ανεξαρτησίας. Θα είναι ο τελευταίος ήλος της ελληνικής σταυρώσεως. Τώρα, στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ο Αλής χαϊδεύει τη λεοντή του και ορέγεται την Ευφροσύνη, κόρη των Ιωαννίνων εκπάγλου καλλονής, μια εράσμια μορφή περιφανούς γένους, και εξομολογείται στον Ταχίρ,

Άκουσε τώρα τι θα σου πω, μάθε Ταχίρ τι θέλω . . .

Καθώς ανθίζ’ η αμυγδαλιά με τα πολλά τα χιόνια,

άνθιζε μες τα Γιάννινα και η κυρά Φροσύνη,

χρυσή αχτίδα φεγγαριού στα σύγνεφα κρυμμένη.

Μια μέρα την απάντησα, εδιάβηκε σιμά μου

κι εθάμβωσαν τα μάτια μου. Κρυφή ανατριχίλα

μ’ έσφαξε μες στα κόκκαλα. Το άτι μου την είδε

εστύλωσε τα πόδια κι απλώνει το λαιμό για να τη χαιρετήσει.

Είναι τρείς νύχτες που άγρυπνος τη βλέπω πάλι εμπρός μου.

Η σπίθα μου έγινε φωτιά, με καίει με φλογίζει.

Δεν είμαι Αλής Τεπελενλής, δεν είμαι υιός της Χάμκως,

αν ίσως στο κραββάτι μου δεν την ιδώ να πέσει.

Ο μητροπολίτης Λαρίσσης, θείος της Ευφροσύνης, την είχε προξενέψει σε πλούσιο έμπορο του εξωτερικού. Καρπός του γάμου τους, δύο παιδιά. Ο σύζυγός της, Δημήτριος, για κάποιο χρονικό διάστημα θα εγκατασταθεί στη Βενετία για εμπορικούς λόγους. Συνέπεσε τότε ο γιός του Αλή, ο Μουχτάρ, να δει την Ευφροσύνη και με κίνητρο έναν κεραυνοβόλο φλογερό έρωτα προσπάθησε να δελεάσει τη σωφροσύνη της. Η Ευφροσύνη τυφλώθηκε όχι μόνον από το μεγαλείο της ισχύος του αλλά και από τον έρωτά του και έπεσε στην αγκαλιά του αλλόθρησκου Μουχτάρ. Για βόρβορο αμαρτίας γινόταν λόγος στην πρωτεύουσα της Ηπείρου. Και ώ του θαύματος! Ο Σουλτάνος Σελίμ αιτείται στρατιωτική βοήθεια για να αντιμετωπίσει τον αντάρτη σατράπη της Αδριανουπόλεως. Ο Αλής πιάνει την ευκαιρία από τα κέρατα του παράνομου έρωτα του γιού του.

Άκουσε, Ταχίρ. Τώρα θα έλθει εδώ να πάρει την ευχή μου

ο υιός μου ο Μουχτάρπασάς. Αύριο τόνε στέλνω

να πάει μακριά στον πόλεμο που άναψε στα Βαλκάνια.

Δέκα χιλιάδες τούδωσα. Θ’ αφήσει πριν χαράξει

τη Φρόσω και τα Γιάννινα.

Πράγματι, ο Αλής με κρυφή λαχτάρα θα δεχθεί τον γιό για τις τελευταίες παραινέσεις,

Πάρε παιδί μου την ευχή, τρέξε Μουχτάρ να πολεμήσεις.

Θυμήσου τον πατέρα σου κα τ’ άσπρα του τα γένια.

Να ‘ρχονται από τον Δούναβη πουλιά να τραγουδάνε

Του γιού μου την παλληκαριά, κι εγώ να ξανανιώνω.

Ο Μουχτάρ δέχεται την εντολή και εξομολογείται:

Αφήνω εδώ στα Γιάννινα, πατέρα, την καρδιά μου.

Μην πικραθείς αν σου έκρυψα το μυστικό μου ως τώρα,

Πατέρα μου, αν μ’ αγαπάς, σαν να ‘ταν θυγατέρα,

στην αγκαλιά σου φύλαξε τη μαύρη τη Φροσύνη.

Και ο Αλής βρίσκει την ευκαιρία να δείξει τη βαθειά του πατρική στοργή:

Ορκίζω μες στα μάτια μου, παιδί μου, να την κρύψω,

σαν ένα δάκρυ μυστικό, να μη το δει κανένας.

Μόλις έστριψε στη γωνία ο Μουχτάρ με το ασκέρι του, ο Αλής, ως αθεράπευτος ερωτύλος, εμφανίστηκε νύκτωρ στην Ευφροσύνη,

Ορμά και πέφτει επάνω της, κρεμιέται στο λαιμό της,

παλεύουνε τα δυο στοιχειά, έγκλημα κι αθωότης.

Πάλη πραγματική, σώμα με σώμα, ίσως και να τον τραυμάτισε με το ίδιο του το μαχαίρι. Θα φύγει σερνάμενος και ταπεινωμένος και θα ζητήσει καταφύγιο στον Ταχίρ και στη φρουρά του. Διέταξε να τη δέσουν, να τη φυλακίσουν και στη λίμνη να την πνίξουν, και ακόμα:

Δεκάξι να διαλέξετε απ’ όσες τη γνωρίζουν,

να συντροφεύουν την κυρά, μ’ αφρούς να την στολίζουν,

Ναν’ όλες πρωτοστέφανες . . .

Ο Δεσπότης της Άρτας, Ιγνάτιος, θα προσπαθήσει να μεταπείσει τον Αλήπασα,

Βεζύρη, ακόμη δεν εχόρτασες; Ως πότε τόσο αίμα;

Τόσες καρδιές που εμαύρισες, ακόμη δεν σε φθάνουν;

Ποιος άλλος τώρα μένει;

Στο σημείο αυτό, κατά τον ποιητή, ο Αλής απαριθμεί κάμποσους αρματωλούς και καπεταναίους που ακόμα ζουν και βασιλεύουν στην επικράτειά του. Μεταξύ των άλλων αναφέρει και τον “καπετάν Γιώργη απ’ τη Λάμαρη”, πρόκειται για τον αρχαιότερο γνωστό πρόγονο των Νουσαίων. Επίσης, ο Αλής βρίσκει την ευκαιρία να μηνύσει στον Ιγνάτιο:

Κοινές ελπίδες έχομε, κοινό το μεγαλείο,

κι είναι κοινός μας ο εχθρός και κάθεται στην Πόλη.

Ο Σουλτάνος, λοιπόν, κοινός εχθρός Αλήπασα και Ελλήνων. Την επόμενη στιγμή, ο Ιγνάτιος θα παρουσιαστεί, με την άδεια του Αλή, και στη φυλακισμένη Ευφροσύνη. Θα προσπαθήσει να ξεκλειδώσει την ψυχή της για να μάθει,

Και πώς, και πώς λησμόνησες ότ’ ήσουν Ελληνίδα”

κι αγάπησες του Αλήπασα, Φροσύνη μου, το τέκνο.

Τα χέρια που εμαρτύρεψαν και σφάζουν την Ελλάδα,

την Ήπειρο, τη μάνα σου, Φροσύνη, πώς τ’ αφήκες

επάνω σου να εγγίσουνε και να σε φαρμακώσουν;

  Η ίδια θα ψελλίσει:

Δεσπότη μου, πνευματικέ, ραγίζετ’ η καρδιά μου.

Επίστευες η Φρόσω σου ν’ αφήσει τα παιδιά της;

Να λησμονήσει το Θεό, του γάμου το στεφάνι;

Και να δοθεί στην αγκαλιά, Δεσπότη, του Μουχτάρη;

Άλλο δεν έχω να σου πώ . . . Θεέ μου, συγχώρεσέ με!

Ο Ταχίρ παίρνει τις δέκα επτά με την κυρά Φροσύνη και, μεσάνυχτα και κάτι, τις οδηγεί μακριά στη λίμνη. Ο Αλήπασας παρακολουθεί κρυφά την πορεία προς τον υγρό τάφο πίσω από έναν φράχτη έχοντας μαζί του και τα δυο παιδιά της Ευφροσύνης, λέγοντάς τους ότι αυτές οι ασπροφορεμένες που περνούν είναι νεράϊδες που κλέψανε τη μάνα σας, φωνάξτε της δυνατά μήπως φύγουν και γλυτώσει. Συγκλονιστική η στιγμή. Σπαράζει η καρδιά κάθε νέας μάνας και  υγραίνονται οι παρειές  των παππούδων,

Επίστεψαν τα λόγια του κ εφώναξαν τα μαύρα:

“Έεεε! Αφήστε τη μανούλα μας, πού πάτε τη Φροσύνη”;

. . . . . . . . . .

Σπαθί, μαχαίρι φτερωτό, έγινε η φωνή τους

και πλήγωσε μες στην καρδιά τη δύστυχη τη Φρόσω.

Αναγνώρισε τα σπλάχνα της, έμεινε παγωμένη.

Ρίχνει μιαν ύστερη ματιά στον ουρανό και πέφτει.

Κυρά Παρθένε, δέξου την, απέθανε η Φροσύνη.

Έστω και αν δεν ταυτίζεται απόλυτα με την πραγματικότητα ο ποιητικός θρύλος των πεντακοσίων και πλέον στίχων του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, του ποιητή με τον πατριωτικό λυρισμό και τον ρωμαλέο επικό τόνο, με την έντονη νοσταλγία για τα ένδοξα της ιστορίας μας αλλά και τη βαθειά του πίστη για την Αναγέννηση της Ελλάδος, ο χαρακτήρας του Σατράπη της Ηπείρου δεν επιδέχεται εκπτώσεων. Ήταν ο μοναδικής φύσεως τύραννος Αλήπασας,  για τον οποίον η ζωή των υπηκόων του ταυτιζόταν με την έννοια του κτήματος και τίποτε περισσότερο.

Στην Ελληνική Νομαρχία η οποία γράφτηκε το 1802 διαβάζομε:

Μύριοι εἶναι οἱ τρόποι μὲ τοὺς ὁποίους οἱ σκληροτράχηλοι ὀθωμανοὶ δίδοσι τὸν θάνατον εἰς τοὺς ἀθώους Ἕλληνας, ὁ συχνότερος ὅμως εἶναι τὸ κρέμασμα. Οἱ πλάτανες τῶν Ἰωαννίνων εἶναι ἀδιακόπως πεφορτωμένοι ἀπὸ σώματα νεκρά. Ὁ σκληρόκαρδος τύραννος Ἀλῆς πολλοὺς ἀπεκεφάλισε μὲ τὸ πριόνι, ἄλλους ἔπνιξεν εἰς τὴν λίμνην, ἄλλους ἐφόνευσε, θέτοντας ἐπάνω εἰς τὸ στῆθος των ἀνυπόφορα βάρη, ἄλλους ἔθαψεν ζωντανούς, πολλῶν ἐσύντριψεν τὰς χεῖρας, τοὺς πόδας καὶ ἔπειτα τὴν κεφαλήν, πλῆθος ἐπαλούκωσε, καὶ ἀπὸ δύο Σουλιώτας ὁποὺ ἐφύλαττεν διὰ ἐνέχυρον, τὸν μὲν ἕνα ἐπρόσταξε καὶ τὸν ἔγδαραν ζωντανόν, τὸν δ᾿ ἕτερον ἐσούβλισαν καὶ ἔπειτα ἔψησαν ζωντανόν.

 

Βέβαια, μέσα στην αθεΐα του και την κτηνωδία του, δεν θα παραλείψει να προσκυνήσει ευλαβικά τα λείψανα του Πατρο-Κοσμά του Αιτωλού, όταν κάποτε τα φέρανε στα Γιάννινα μετά τη στυγερή δολοφονία του σε χωριό της Αλβανίας.

 

Το περιστατικό, “Οι δέκα επτά με την κυρά Φροσύνη”, χρονολογείται 11 Ιανουαρίου 1801. Δυόμιση περίπου χρόνια μετά τη μάχη της Νικοπόλεως, Οκτώβριος 1798, όπου επτά χιλιάδες Τουρκαλβανοί προκάλεσαν πραγματική πανωλεθρία σε τριακόσιους γάλλους γρεναδιέρους, διακόσιους Πρεβεζάνους και εξήντα Σουλιώτες, υπερασπιστές της Πρέβεζας, η οποία είχε περιέλθει στους Γάλλους το 1797 με τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο, πράγμα το οποίο δεν ανέχθηκε ο Αλήπασας. Αμέσως μετά τη μάχη ακολούθησε ο “Χαλασμός της Πρέβεζας”.

Εκείνη την εποχή, περί το 1800, η Οθωμανική Αυτοκρατορία με Σουλτάνο τον Σελίμ Γ’ υφίσταται συνεχείς καταστροφικές ήττες και δημιουργούνται πολλές αποσχιστικές τάσεις πασάδων και βεζύρηδων.  Αυτή την κατάσταση έσπευσε να εκμεταλλευτεί και ο πανούργος πρώην αρχηγός ληστοσυμμορίας Αλής, που από το 1788 είναι διορισμένος πασάς των Ιωαννίνων, διαδραματίζοντας κεντρικό ρόλο στην ιστορία της Ηπείρου για σαράντα χρόνια, έχοντας πάντα ως υποδαύλιση τις πρώϊμες προτροπές και παραινέσεις της Ελληνίδας μάνας του, Χάμκω, για ανδρισμό και βεζυρισμό, και τη συμπαράσταση της τελευταίας συζύγου του, της επίσης Ελληνίδας κυρά Βασιλικής. Δείχνοντας θαυμασμό για τον Ναπολέοντα, γι’ αυτό και “Βοναπάρτης της Ηπείρου”, έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη των Άγγλων και έχοντας ζητήσει από τον Μέττερνιχ σχέδιο Συντάγματος για τις περιοχές της Σατραπείας του και έχοντας εκπορθήσει, από το 1803, και το τελευταίο προπύργιο της ελευθερίας, το ηρωικό Σούλι, αναγκάζοντας κάποιες Σουλιώτισσες να χορέψουν το Χορό του Ζαλόγγου, σαράντα χιλιόμετρα νοτιότερα. Έτσι θα πορευτούμε μέχρι το 1820, με τη δικαιοδοσία του Αλή να φθάνει στη Στερεά Ελλάδα και στον Μοριά.

Περί το 1816 ο Άγγλος Λόρδος Θωμάς Μαιτλάνδος, γενικός αρμοστής στα Επτάνησα, θα προβεί σε πράξη ανθελληνική και, “Φωνὴ ἐν Ἠπείρῳ ἠκούσθη , κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς, Πάργα κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς”. Ναι είχε παραχωρήσει τη γραφική πόλη του Ιονίου στον Αλήπασα, και αργότερα θα στείλει τον υπασπιστήν του, Κάρολον Νιάπερ, νεαρό αξιωματικό να τον συμβουλεύσει  για στρατιωτικά θέματα. Μετά από πολυήμερες μελέτες θα του παρουσιάσει με βρετανική παρρησία τις απόψεις του (σε σύγχρονη διασκευή):

Πόλεμος κατά του Σουλτάνου και κυρίου σου, Βεζύρη μου, θα ήταν, όχι μόνον ασέβεια και ασυγχώρητη αχαριστία, αλλά και δυσκατόρθωτο εγχείρημα.

Το ελληνικό γένος, Κραταιότατε, δεν δύναται να ζήσει πλέον υπό τον ζυγόν της δουλείας και δεν είναι βεβαίως πολύ μακρά η ημέρα που θα τον αποτινάξει. Ο κόσμος από μέρα σε μέρα μεταβάλλεται και όσα οι βασιλείς προ ετών ακινδύνως επιχειρούσαν, σήμερα δεν τολμούν ούτε να τα ονειρευτούν.

Το ίδιο συμβαίνει και στο Ελληνικό έθνος. Θέλει να ελευθερωθεί. Είναι έθνος γενναίο, ακαταδάμαστο, υπερήφανο, δαιμονισμένο. Και όταν η σπάθη το θερίζει σύριζα, αμέσως αναβλαστάνει κραταιότερα και θαλερώτερα.

Ως προς τη νοημοσύνη και την πολιτική ικανότητα, τόσον πολύ υπερέχουν ώστε αναγκάσθηκες να εμπιστευθείς στους Έλληνες, αποκλειστικώς, τη διοίκηση της δεσποτείας σου και τη διεύθυνση των υποθέσεών σου.

Όσα σου λείπουν, Βεζύρη, τα κατέχουν οι Έλληνες. Γνωρίζουν γράμματα, είναι κοσμογυρισμένοι, είναι παλληκάρια. Γιατί να μην τεθείς εσύ επικεφαλής της επαναστάσεως των Ελλήνων; Με ποιόν άλλον ενδοξότερο τρόπο μπορείς να δαπανήσεις τα τελευταία χρόνια της ζωής σου και να δοξασθείς απανταχού της οικουμένης;

Δεν γνωρίζομε πόσο στροβίλιζε το σατανικό μυαλό του Αλή η ιδέα μιας εκστρατείας κατά της Κωνσταντινουπόλεως. Το βέβαιο είναι ότι η ιδέα της ανεξαρτησίας ήταν καλά ριζωμένη στη θυελλώδη διάνοιά του διανύοντας την όγδοη δεκαετία του πολυτάραχου βίου του. Πάντως, ανατέλλοντος του 1820 έτους,  ο νέος Σουλτάνος ενοχλείται και ταράσσεται από τις πρωτοβουλίες του Αλή. Θα τον θεωρήσει εμπόδιο στις μεταρρυθμιστικές προοπτικές της Αυτοκρατορίας. Θα τον κηρύξει ένοχο εσχάτης προδοσίας. Θα τον αντικαταστήσει με τον γεννηθέντα στα Ιωάννινα, Πασόμπεη, και θα τον καλέσει στην Κωνσταντινούπολη “δι’ υπόθεσίν του”. Δεν χρειάζεται ο Αλής να περπατήσει μέχρι τα απώτατα της οξυδέρκειάς του για να αντιληφθεί το τι τον περιμένει. Αρνείται και κλείνεται στο κάστρο του. Η στρατιωτική σύγκρουση είναι αναπόφευκτη.

Αρκετές χιλιάδες οθωμανικού στρατού, με αρχηγό αρχικά τον αποτυχημένο Πασόμπεη και στη συνέχεια τον Χουρσίτ πασά, κινητοποιείται εναντίον του. Στην ελληνική επικράτεια υπολογίζεται ότι υπήρχαν συνολικά ογδόντα χιλιάδες τουρκικού στρατού.

Η πολιορκία του κάστρου των Ιωαννίνων, όπου είχε οχυρωθεί ο Αλήπασας, άρχισαν στις αρχές του καλοκαιριού του 1820. Ο Αλής, μη έχοντας τις αναγκαίες δυνάμεις, καθώς οι λιποταξίες και οι αυτομολήσεις ήσαν συνεχείς, θα καταφύγει τελικά στο νησάκι των Ιωαννίνων, ως το τελευταίο πρόχωμα, όπου θα σκοτωθεί σε συμπλοκή με απεσταλμένο του Χουρσίτ προσποιούμενος ότι του κομίζει το χαρτί της αμνηστίας του, έχοντας τον Θανάση Βάγια στο πλευρό του. Και αντί να παρουσιαστεί αυτοπροσώπως στον Σουλτάνο, ο τελευταίος έλαβε το κεφάλι του Αλή ταριχευμένο. Ήταν Ιανουάριος του 1822. Η Ελληνική Επανάσταση έχει πάρει το δρόμο της.

Ο πολύπειρος, αιμοβόρος και θηριώδης Χουρσίτ Αχμέτ πασάς ήταν καυκάσιος γενίτσαρος, γιός ορθόδοξου ιερέα. Είχε οριστεί πασάς της Πελοποννήσου με έδρα την Τριπολιτσά, αλλά μόλις εγκαταστάθηκε με το χαρέμι του και τη λαμπρά ακολουθία πήρε εντολή να φύγει για την πολιορκία του Αλήπασα.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης σε γράμμα που έστειλε στις 29 του Γενάρη 1821 από το Κισινιόφ στον Κολοκοτρώνη στη Μάνη του έλεγε για τον Χουρσίτ: «Είναι ο ίδιος, όστις επολέμησε και ηχμαλώτισε την Σερβίαν (στην Επανάσταση 1804-12) αφ’ ου την εγέλασε με τας υποσχέσεις του. Τούτο είναι αρκετόν παράδειγμα προς εσάς, δια να μην απατηθήτε ομοίως».

Ο Χουρσίτ, μετά την εξόντωση του Αλή, θα μείνει στην Ήπειρο ασχολούμενος με τους Σουλιώτες μέχρι τον Μάη του 1822, και την καταστολή των εξεγέρσεων στην επαναστατημένη Ελλάδα από τον Μάρτιο του 1821 θα αναθέσει στους Ομέρ Βρυώνη, Δράμαλη και Κεχαγιάμπεη, με πολύ περιορισμένες δυνάμεις. Θα στείλει δε στην Κωνσταντινούπολη σαράντα εκατομμύρια γρόσια, το απόθεμα δήθεν του Αλήπασα. Όμως η Υψηλή Πύλη υπελόγιζε τους θησαυρούς του ηττηθέντος Βεζύρη σε πεντακόσια εκατομμύρια γρόσια. Εκ του γεγονότος αυτού, ως σφετεριστής, περιήλθε σε δυσμένεια και του ανατέθηκαν δευτερεύοντα καθήκοντα με έδρα τη Λάρισσα, όπου και αυτοκτόνησε με δηλητήριο στις 30 Νοεμβρίου 1822.

Για περίπου δέκα πέντε μήνες, που συνιστούν το ξεκίνημα της Ελληνικής Επαναστάσεως, η μεγαλύτερη δύναμη του οθωμανικού ασκεριού στην Ελλάδα με τον ικανότατο αρχηγό τους τον Χουρσίτ πασά απασχολήθηκε με τον Αλή πασά και οι οπλαρχηγοί της Ρούμελης και του Μοριά μπόρεσαν ευκολότερα να οργανωθούν να στήσουν τα ταμπούρια τους, να εκπορθήσουν τούρκικα κάστρα και να διατηρήσουν άσβεστο το επαναστατικό φυτίλι.  Αυτή η ιστορική θεώρηση μας κατηύθυνε ώστε να επιδαψιλεύσομε τον Αλή πασά, ως “Χορηγό” της Ελληνικής Επαναστάσεως,  έστω και αδόκιμα. Ελπίζομε να μη μας επιτιμήσουν οι κατ’ επάγγελμα ιστορικοί. Πάντως, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης θα χαρακτηρίσει τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Ήπειρο τις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα ως “Πρόλογο της Επαναστάσεως”.

Από τα καραούλια του Ζαλόγγου, “Θεόθεν δε τα έτη σας πλείστα και παντευδαίμονα” . . . κατά χαιρετισμόν του 1800 μ.Χ.

6 Απριλίου 2021, Γρηγόριος Δημ. Νούσιας – Αεροπόρος.

Υ.Γ. Στους απανταχού Ηπειρώτες . . .

 

Share this: