του Απτχου (Ι)ε.α. Γρηγορίου Νούσσια
“Tὰ μὲν ἡδέα καλὰ νομίζουσι, τὰ δὲ ξυμφέροντα δίκαια”(Θουκυδίδης)!
Ιταλική Φρεγάτα στην ΑΟΖ της Κύπρου. Είναι είδηση που ενθουσιάζει Ηγεσία και Ελληνική κοινή γνώμη. Αλλά και μια απορία ….! Από κάπου, όμως, πρέπει να την πιάσεις αυτή τη ρημάδα την Iστορία.
Στις 17 Δεκεμβρίου 1913, λοιπόν, συναποφασίστηκε από κάποια Διεθνή Επιτροπή το γνωστό ‘‘Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας’’, το οποίον αφορούσε στα σύνορα του αναδυόμενου τότε κράτους της Αλβανίας για τον προσδιορισμό των οποίων ως μόνο κριτήριο λήφθηκε η ομιλούμενη γλώσσα. Ήταν μια μεροληπτική στάση, υπό την πίεση της Ιταλίας, με αποτέλεσμα όχι μόνον Αλβανόφωνες περιοχές αλλά και Ελληνόφωνες να μείνουν έξω από τα όρια της Ελληνικής Επικράτειας. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε το Βόρειο-Ηπειρωτικό Ζήτημα.
Για το θέμα αυτό, ένας Γάλλος διπλωμάτης, θα γράψει, «Η Ευρώπη πρόκειται να επιτρέψει τη διάπραξη ενός εγκλήματος. Οι μεγάλες Δυνάμεις, υποκλινόμενες στις Ιταλικές ορέξεις, θα έχουν παραχωρήσει στο υποτιθέμενο Βασίλειο της Αλβανίας, εδάφη που κατοικούνται από Έλληνες πατριώτες που τους παραδίδουν στην τυραννία των Αλβανών. Η Ιταλία ήθελε να κάνει την Αλβανία όσο το δυνατόν μεγάλη για να τη μοιραστεί με την Αυστρο-Ουγγαρία, και να κάνει τον Αυλώνα πρωτεύουσα της ‘‘Ιταλικής Αποικίας στην Αλβανία’’.
Και αυτά σε πείσμα κραυγών πολλών Ευρωπαίων αξιωματούχων και διανοουμένων, όπως αυτή του Γερμανού πρεσβευτή Λιτόφσκυ, «Στο μεγαλύτερο μέρος της Αλβανίας ο πολιτισμός είναι Ελληνικής προελεύσεως, στο δε νότιο μέρος της χώρας αυτής οι πόλεις και τα χωριά είναι απολύτως Ελληνικά». Καθώς και του Γερμανού καθηγητού γεωγράφου Kieperi, «Δεν υπάρχει Ελληνικότερη περιοχή από την Ήπειρο και τα βόρεια σύνορα της Ελλάδος θα πρέπει να τεθούν στο ποταμό Γεννούσον (Σκούμπη). Όταν δε, στις 13 Φεβρουαρίου 1914, θα υπογραφεί οριστικά το εν λόγω Πρωτόκολλο, ο Άγγλος δημοσιολόγος Τράπμαν θα δηλώσει, «Όλα τα δάκρυα και οι στεναγμοί της Ελλάδος δεν θα γίνουν αιτίες ούτε απλής τύψεως συνειδήσεως στους πολιτικούς της Ιταλίας …. »
Μεσούντος του Α’ΠΠ, και συγκεκριμένα στις 5 Μαρτίου 1915, η Ρωσία στέλνει Διακοίνωση στις Αγγλία και Γαλλία, με την οποία τους γνωστοποιεί ότι, «Η Ρωσία επ’ ουδενί λόγω δέχεται την πρόταση του Βασιλέως της Ελλάδος, Κωνσταντίνου, όπως με πέντε Μεραρχίες καταλάβει την Καλλίπολη, ούτε την είσοδο του Κωνσταντίνου στην Κωνσταντινούπολη, διότι μια τέτοια εμφάνιση θα προκαλούσε ζωηρή ανησυχία και οργή στη Ρωσία, η δε Ιταλία θα αξιώνε να επιβάλει τη “σύμπραξή” της.
Λίγες μέρες αργότερα, η Ιταλία θα προσχωρήσει στον Συνασπισμό της Τριπλής Συνεννοήσεως, και για λόγους “Μεσογειακής Ισορροπίας” το κράτος της Ρώμης θα αποκτήσει την πλήρη κυριότητα επί της Δωδεκαννήσου (“Ιταλικά νησιά του Αιγαίου Πελάγους”, τότε), την οποία είχε καταλάβει το 1912, στα πλαίσια του Ελληνοτουρκικού πολέμου. Να διευκρινήσομε εδώ ότι το Καστελλόριζο περιήλθε στην Ιταλική κυριαρχία το 1921.
Στις όποιες Συμφωνίες που θα υπογραφούν τότε, φανερές ή μυστικές, περί δικαιωμάτων της Ελλάδος ουδέν. «Η Ελλάδα για τους Συμμάχους ήταν ανύπαρκτη. Υπαρκτή ήταν οσάκις την είχαν ανάγκη», θα γράψει ο Driault, Γάλλος ιστορικός. Δύο χρόνια αργότερα, ένας Ιταλός στρατηγός, θα κηρύξει εν ονόματι του βασιλιά Βίκτωρος Εμμανουήλ ολόκληρη την Αλβανία σε Ιταλικό Προτεκτοράτο και στις 13 Ιουνίου 1917 θα καταλάβει και τα Ιωάννινα, παρακαλώ! Κάπως έτσι αρχίζει να αχνό-διαγράφεται το Ιταλικό όνειρο “Mare Nostrum”.
Όταν στις 30 Οκτωβρίου 1918 θα υπογραφεί η Συνθήκη Ανακωχής, στο Μούδρο της Λήμνου, μεταξύ του Άγγλου Ναυάρχου Κάλθορπ, πληρεξουσίου των Συμμάχων αφ’ ενός και των αντιπροσώπων της Τουρκίας αφ’ ετέρου, όπου η Τουρκία τίθεται ουσιαστικώς στη διάθεση των νικητών, θα συνομολογηθεί, εκτός των άλλων, ότι οι Σύμμαχοι δύνανται να καταλάβουν για λόγους ασφαλείας στρατηγικά σημεία επί του Τουρκικού εδάφους, άνευ προηγουμένης συνεννοήσεως με την Τουρκική Κυβέρνηση.
Η Συμμαχική αυτή “πρόνοια” ερμηνεύτηκε ως επιθυμία των τριών Μεγάλων να προληφθεί η κατάληψη της Σμύρνης από τους Ιταλούς. Εδώ είναι η αφετηρία της Ελληνικής Μικρασιατικής Εκστρατείας.
O Κλεμανσώ, ο Πρωθυπουργός της Γαλλίας, θα πει, στις 12 Μαΐου 1919, για την Ελληνική αποστολή στη Σμύρνη, «Δεν επρόκειτο περί λήψεως αποφάσεως προδικαζούσης την τύχη της Σμύρνης. . . Επαναλαμβάνω, δεν επιδιώξαμε να δοθεί οιανδήποτε ένδειξις περί εδαφικής διανομής». Σε επιστολή του δε, 12 Νοεμβρίου 1919, προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο, του υπενθυμίζει ότι, «Η de facto κατοχή της Σμύρνης και της περιοχής της ουδέν νέον δικαίωμα συνιστά διά το μέλλον». O Τσώρτσιλ θα πεί, «Πρόκειται για θανατηφόρο βήμα και μοιραίο γεγονός». Ένα δε χρόνο αργότερα, τον Μάρτιο του 1920, ο Γάλλος Πρόεδρος, Πουανκαρέ θα πει στον Ελ. Βενιζέλο, «Ήταν σοβαρό σφάλμα η αποστολή Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη». Και πού είμαστε ακόμη !
Από της επομένης της Ανακωχής του Μούδρου, οι Αρχές της Γαλλίας στην Εγγύς Ανατολή, πολιτικές και στρατιωτικές, είχαν αρχίσει να επιδεικνύουν παντοιοτρόπως εύνοια προς το Τουρκικό στοιχείο και εχθρότητα προς τους Χριστιανούς. Αυτό διότι φαντάζονταν ότι έτσι συντελούν στην υπονόμευση της Βρετανικής θέσεως στη Μέση Ανατολή. Δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία, ότι οι οξείες αντιζηλίες και διαφωνίες εμπόδισαν τους νικητές να καταστούν κύριοι της Τουρκίας, αυτής που είχε απομείνει μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την οποία διάλυση είχε αποφασίσει το Ανώτατο Συμβούλιο των Συμμάχων στις 30 Ιανουαρίου 1919, υπό την προεδρία του Κλεμανσώ, στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, μεταξύ αντιπροσώπων 32 εν συνόλω κρατών. Με την Ιταλία τότε, να αρνείται οποιαδήποτε συζήτηση για τα Ελληνικά αιτήματα στο σύνολό τους.
Να συμπληρώσομε ότι οι Ιταλοί, τον Μάρτιο του 1919, άνευ εγκρίσεως και μάλιστα εν αγνοία του Ανωτάτου Συμβουλίου των Συμμάχων, είχαν αποβιβάσει στρατεύματα στην Αττάλεια, τα οποία προήλασαν και κατέλαβαν το Ικόνιο, για να θέσουν τη Συνδιάσκεψη προ τετελεσμένου γεγονότος. Μέσα σε αυτό το κλίμα, και με το φόβο Ιταλικού πραξικοπήματος στη Σμύρνη, οι Λόϋδ Τζώρτζ, Κλεμανσώ, και Ουίλσων, συμφώνησαν στην κατάληψη της Σμύρνης από τους Έλληνες. Ο Λόϋδ Τζώρτζ θα καλέσει τον Ελ. Βενιζέλο και με το πρόσχημα ότι ο Τουρκικός εθνικισμός ανέβαινε ανησυχαστικά, θα τον ρωτήσει άν η Ελληνική Κυβέρνηση ήταν σε θέση να αποβιβάσει στρατεύματα στη Σμύρνη, εντός δύο-τριών ημερών. Ο Βενιζέλος έκρινε ότι η προσφορά ήταν συνέπεια της διαμάχης με τους Ιταλούς, και ως εκ τούτου παροδική, απάντησε, άνευ δισταγμών, καταφατικώς. Ο Ελληνικός στρατός αποβιβάζεται στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου 1919. Η Ιταλία συγκατατίθεται για την Ελληνική κατοχή της Σμύρνης, αλλά από πλευράς της θεωρεί ότι πρόκειται για μια απόφαση “εκμαιευθείσα” και συνεπώς δεν παράγει καμία ηθική δέσμευση.
Όμως, τρεις μήνες μετά, ένα σύμφωνο που θα υπογραφεί, στις 29 Ιουλίου 1919, μεταξύ Βενιζέλου και Τιττόνι, θα δημιουργήσει προσδοκίες για άρση των όποιων επιφυλάξεων της Ιταλίας όσον αφορά στα εξωτερικά δίκαια της Ελλάδος. Αλλά, ένα χρόνο αργότερα, ο Σφόρτσα θα πει κυνικότατα, «Όταν ανήλθα στην εξουσία τον Ιούλιο του 1920 και έλαβα γνώση του περιεχομένου της Συμφωνίας, την οποία ο Τιττόνι κρατούσε μυστική, δεν μπορούσα να εννοήσω σε τι θα χρησίμευε στην Ιταλία. Θεώρησα απρεπές για μια Μεγάλη Δύναμη όπως η Ιταλία να υπογράψει μια τέτοια Συμφωνία». Μώρ’ τι μας λές!
Προσπερνάμε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στη γη της Ιωνίας και λίγο παραπέρα, γιατί πράγματι πληγώνουν, και σημειώνομε μετά βδελυγμίας την φιλοτουρκική πολιτική της Ιταλίας από τους πρώτους μήνες της κινήσεως των Κεμαλικών. Υπογράφει το Σύμφωνο της Άγκυρας, 15 Μαρτίου 1920, έναντι οικονομικής φύσεως προνομίων, με βάση το οποίο εκκενώνει το Ικόνιο και αποσύρει τα στρατεύματά της στην παραλιακή ακτή. Το κενό σπεύδουν να το καταλάβουν οι Τούρκοι. Τον επόμενο χρόνο οι Ιταλοί θα εγκαταλείψουν την Αττάλεια και τον Απρίλιο του 1922 και την κοιλάδα του Μαιάνδρου. Ο Κεμάλ έχει πλέον να αντιμετωπίσει μόνον τους Έλληνες. Οι Γάλλοι, πιο κει, στην Κιλικία, περί άλλα τυρβάζουν.
Θα μείνομε στο Σωτήριο έτος 1920. Είναι η χρονιά κατά την οποία οι προσδοκίες για μετουσίωση της Μεγάλης Ιδέας σε Ελληνικό κράτος των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών κάνουν τις καρδιές των Ελλήνων να ραγίζουν. Προσδοκίες ναι, αλλά όχι και προϋποθέσεις πλήρως πληρωθείσες, όπως θα λέγαμε στις σχολές πολέμου. Πράγματι, ο Ιταλός πρωθυπουργός Νίτι ασκεί την προεδρία μιάς από τις πολλές Διασκέψεις Ειρήνης, στο Σαν Ρέμο, τον Απρίλιο του έτους αυτού. Σύμφωνα με το συνταχθέν κείμενο, η Ελλάδα φθάνει μέχρι την Τσατάλτζα, προ των θυρών της Κωνσταντινουπόλεως, δηλαδή. Η Σμύρνη και η περιοχή της εξομοιούνται με εδάφη αποσπασθέντα από της Τουρκίας, και στην Ελλάδα παραχωρούνται κυριαρχικά δικαιώματα επ’ αυτών.
Αλλά όλα αυτά προβάλλονται σε ένα απολύτως πλασματικό διασυμμαχικό μέτωπο. Το οποίον μέτωπο, δεκαοκτώ εν συνόλω κράτη, θα προσέλθει με το κείμενο αυτό υπό μάλης, για να συναντήσει τους εκπροσώπους της παραπαίουσας Τουρκίας. Πού; Στη Γαλλική πόλη που είναι φημισμένη για τις περίφημες αλλά εύθραυστες πορσελάνες της, τις Σέβρες. Το ημερολόγιο έγραφε, 20 Αυγούστου 1920. Όνειρο ήταν και πάει! Η Συνθήκη των Σεβρών δεν συγκινεί κανέναν.
Θα ακολουθήσει η Μικρασιατική Καταστροφή. Και με αφορμή αυτή την οδυνηρή εξέλιξη για την εθνική υπόθεση, η Ιταλία, ναι η Ιταλία, αυτή πρώτη, σπεύδει να καταγγείλει όλες τις Ελληνο-Ιταλικές Συμφωνίες. «Επειδή προσεγγίζει η σύγκληση Συνδιασκέψεως για την διευθέτηση του Ανατολικού Ζητήματος επί τη βάσει της νέας καταστάσεως, ουσιωδώς διαφόρου προς την καθορισθείσαν υπό της Συνθήκης των Σεβρών, η Ιταλία θεωρεί έκπτωτες τις ειδικές μετά της Ελλάδος Συμφωνίες …. ». Κάπως έτσι θα αναγγείλει το γεγονός ο Υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας στον Έλληνα Πρεσβευτή, στις 8 Σεπτεμβρίου 1922. Τι να πεις. Ούτε ένα βράδυ δίπλα στον βαριά πληγωμένο. Τα υπολείμματα της αποδεκατισμένης Ελληνικής στρατιάς προσπαθούν να πιαστούν από τα παράλια της Ιωνίας. Η καρδιά σφίγγεται ….
Αλλά και η Γαλλία, με μια περίεργη κίνηση θα συντείνει στην ανατροπή της Συνθήκης των Σεβρών. Με Συμφωνία που θα υπογραφεί την 20η Οκτωβρίου 1921, μεταξύ κάποιου Γάλλου απεσταλμένου και του Κεμάλ, αναγνωρίζεται de facto η Κυβέρνηση της Άγκυρας από τη Γαλλία. Και η Γαλλία παραδίδει αμέσως στους Κεμαλικούς σημαντική ποσότητα πολεμικού υλικού του Γαλλικού στρατού κατοχής της Κιλικίας, αν και γνώριζε ότι θα χρησιμοποιηθεί αυτό εναντίον της Ελληνικής Στρατιάς που βρισκόταν ήδη στο Αφιόν Καραχισάρ.
Στις 21 Νοεμβρίου 1922, στη Λωζάνη της Ελβετίας, αρχίζει η Συνδιάσκεψη για την Ειρήνη. Είχε προηγηθεί η “Ανακωχή των Μουδανιών” της Προύσσης, στις 22 Σεπτεμβρίου 1922. Ελληνικός στρατός δεν υπάρχει πλέον ούτε στη Μικρά Ασία αλλά ούτε και στην Ανατολική Θράκη. Και παντού ρέει το αίμα του άμαχου Ελληνικού πληθυσμού. Οι σχετικές συζητήσεις θα ολοκληρωθούν μετά από οκτώ μήνες. Στις 24 Ιουλίου 1923 θα υπογραφεί η ομώνυμη Συνθήκη της Λωζάνης. Παρόντες, εκτός από τους Μεγάλους, και οι Τούρκοι. Την Ελλάδα εκπροσωπεί ο Ελ. Βενιζέλος, απεσταλμένος του Πρωθυπουργού Στυλιανού Γονατά και του Αρχηγού της Επαναστάσεως Νικόλαου Πλαστήρα. Ο κόσμος, από Τεργέστη μέχρι Μοσούλη, θα πάρει τη μορφή που έχει σήμερα. Και η νέα Ελληνική πραγματικότητα θα διαμηνύσει προς το Ελληνικό έθνος τον τελευταίο Δελφικό χρησμό, «Είπατε τω Βασιλεί: Χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλων ύδωρ».
Η όψιμα ενεργειακά αναβαθμισμένη ανατολική Μεσόγειος είναι μια σύγχρονη πολυδαίδαλη αυλή. Συμφέροντα συγκρούονται και ουδείς μπορεί να προβλέψει κανενός τη συμπεριφορά. Το πρώτο κινούν αίτιο στην πολιτική είναι το συμφέρον, μας έχει πει ο Θουκυδίδης. Ας ελπίσομε ότι εμείς προς αυτή την κατεύθυνση δεν θα ενεργήσομε με “το θάρρος τής απελπισίας”.
20 Δεκεμβρίου 2019, Γρηγόριος Δημ. Νούσιας – Αεροπόρος.