Δύσκολη η ευθύνη να μιλήσουμε για ένα τόσο σημαντικό θέμα, που είπαν οι προφητείες και έκλαψαν οι λαοί σαν άκουσαν: «το πάρθεν, πάρθεν η πόλις, πάρθεν». Που το ψιθύρισαν οι ταπεινωμένες γενιές του σκλαβωμένου έθνους μας, αυτές που θρήνησαν στα ερείπια: «της ούτως ελεεινώς εφθαρμένης, και πρώην καλλίστης των εν τη γή πόλεων, της μιάς και κοινής πατρίδος τώ Ελληνικώ γένει» σύμφωνα με τα λόγια του Πατριάρχη Γεννάδιου.
Σκοπός μας είναι να παρουσιαστούν τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα – σταθμοί που σημάδεψαν την τύχη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τους τελευταίους τρείς αιώνες, και την οδήγησαν με βεβαιότητα στην κατάλυσή της με την άλωση της Βασιλεύουσας.
Τα κύματα των βαρβαρικών ορδών που επί αιώνες σάρωναν την πολιτισμένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία σπέρνοντας στο δρόμο τους το θάνατο, την καταστροφή και τον τρόμο, προέρχονταν όλα από την περιοχή που βρίσκεται μεταξύ των Ουραλίων και Αλταϊων. Ο Αττίλας και οι Ούνοι του, ο Αρπάντ και οι Μαγυάροι του, ο Ασπαρούχ και οι Βούλγαροί του, ο Αλπ Αρσλάν και οι Σελτζούκοι του, ο Ερτογρούλ και οι Οθωμανοί του, είναι όλοι ένα και το αυτό. Το αποτύπωμα της οπλής τού αλόγου τους έχει αφήσει βαθιά ίχνη στην ανθρώπινη ιστορία και ειδικά στον Ελληνισμό που μας αφορά εν προκειμένω.
Η ΑΠΑΡΧΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΡΕΥΣΗΣ
Ο 12ος αιώνας ήταν η τελευταία λαμπρή περίοδος που το Βυζάντιο υπολογιζόταν ακόμη ώς αυτοκρατορία. Η Κωνσταντινούπολη παρέμενε η πλουσιότερη πόλη της Χριστιανοσύνης « Πόλις πόλεων, πασών οφθαλμός, άκουσμα παγκόσμιον, θέαμα υπερκόσμιον, εκκλησιών γαλουχός, πίστεως αρχηγός, ορθοδοξίας ποδηγός, λόγων μέλημα, καλού παντός ενδιαίτημα» όπως γράφει ο Νικήτας Χωνιάτης.
Τα κοινωνικά προβλήματα όμως και οι πολιτικές διαμάχες μεταξύ της πολιτικής γραφειοκρατίας στην πρωτεύουσα και των στρατιωτικών στις επαρχίες (θέματα) για την κατάκτηση της εξουσίας, επέτρεψαν στους Τούρκους εισβολείς να σαρώσουν τη Μικρά Ασία και να εγκατασταθούν στις περιοχές που άλλοτε εφοδίαζαν το στρατό με τους περισσότερους στρατιώτες και την πρωτεύουσα με τρόφιμα.
Τα αποτελέσματα της διαμάχης αυτής ήταν καταστροφικά: οδήγησαν στην κατάρρευση, του βυζαντινού στρατιωτικού, ναυτικού και διοικητικού συστήματος. Ο στρατός είχε μεταβληθεί σε μισθοφορικό διαφόρων εθνοτήτων με υψηλό κόστος συντήρησης, καθότι ουδείς νέος της πόλης ήθελε να υπηρετήσει ως στρατιώτης.
Η αντιστρατιωτική πολιτική των δύο θεωρητικών εκπροσώπων των γραφειοκρατών καθηγητών, Ψελλού και Ξιφιλίνου, είχε προσλάβει τέτοιες διαστάσεις, ώστε συνέχισε να εφαρμόζεται ακόμα και μετά την ήττα στο Μαντζικέρτ το 1071. Ό ιστορικός Μιχαήλ Ατταλειάτης, ο οποίος παραβρέθηκε στη μάχη, μας δίνει πληροφορίες από πρώτο χέρι για τη στρατιωτική παρακμή. «Το αντιστρατιωτικό πνεύμα των γραφειοκρατών εξαπλώθηκε σε όλη την κοινωνία. Οι στρατιώτες εγκατέλειψαν τα όπλα τους τη στρατιωτική θητεία και έγιναν δικηγόροι, λάτρεις νομικών προβλημάτων και ερωτημάτων».
Ο Κεδρηνός γράφει: Οι άλλοτε περήφανοι στρατιώτες του Βυζαντίου, πού προστάτευαν Ανατολή και Δύση, δεν ήταν τώρα παρά λίγοι άνδρες, τσακισμένοι από τη φτώχεια και το άγχος και άοπλοι. Αντί για σπαθιά και άλλα στρατιωτικά όπλα κρατούσαν κυνηγετικά δόρατα και δρεπάνια και αυτό όχι σε εποχή ειρήνης. και τους έλειπαν τα άλογα και άλλα στρατιωτικά μέσα. Επειδή κανένας αυτοκράτορας δεν είχε εκστρατεύσει επί πολλά χρόνια, οι στρατιώτες ήταν άσχετοι και άχρηστοι, και στερημένοι από τις συνηθισμένες προμήθειες. Ήταν δειλοί και φυγόμαχοι και φαίνονταν ανίκανοι για οποιαδήποτε γενναία πράξη. Ακόμα και τα λάβαρα μιλούσαν σιωπηλά, ήταν καταθλιπτικά, σε άθλια κατάσταση, μαυρισμένα σαν από πυκνό καπνό και με λίγους και φτωχούς άνδρες πίσω τους. Όσοι είδαν αυτό το θέαμα έπεσαν σε κατάθλιψη καθώς αναλογίζονταν πόσο χαμηλά είχαν ξεπέσει».
Το Μαντζικέρτ και εξαιτίας της προδοσίας του γιου τού καίσαρα Νικηφόρου (γραφειοκράτη) σηματοδοτεί την απαρχή της απώλειας της Μικράς Ασίας από την Αυτοκρατορία από τις ορδές των Σελτζούκων Τούρκων του Αλπ Αρσλάν. Μέσα σε δέκα χρόνια οι Σελτζούκοι Τούρκοι είχαν εξαπλωθεί στο μεγαλύτερο μέρος της και είχαν φθάσει στα παράλια της Ιωνίας. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός κατόρθωσε μετά από σκληρούς αγώνες να ανακαταλάβει τα παράλια. Η ενδοχώρα όμως, παρέμεινε υπό τουρκικό έλεγχο και υπέστη βίαιο εξισλαμισμό.
Το 1204, οι σταυροφόροι της Δ’ Σταυροφορίας, με τη συνεργασία των Βενετών, κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, καταστρέφοντας το μεγαλύτερο κέντρο πολιτισμού της εποχής και καταλύοντας το κράτος, που είχε σταθεί για αιώνες πρόμαχος της Ευρώπης ενάντια στη μουσουλμανική επέλαση. Στην πολύπλοκη υπόθεση της τέταρτης Σταυροφορίας εμπλέκονται, ο Πάπας, η Βενετία με τον Δάνδολο και ο Γερμανός Βασιλιάς, ο καθένας για τους δικούς του σκοπούς. Η πολιορκία και κατάληψη Κωνσταντινούπολης έγινε με πρόσχημα την αποκατάσταση του Ισαακίου Β’ στο θρόνο, μετά από προτροπή και οικονομικές υποσχέσεις του υιού του, Αλεξίου Δ΄. Λίγο πριν την επίθεση, η συμφωνία μεταξύ της Βενετίας και των Σταυροφόρων για το μοίρασμα της Αυτοκρατορίας μετά την κατάκτησή της, άρχιζε με τις εξής εντυπωσιακές λέξεις: “Εν ονόματι του Χριστού πρέπει να καταλάβουμε δια των όπλων την Πόλη”.
Στις 13 Απριλίου του 1204 έπεσε η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην επίθεση αυτής της εγκληματικής και πειρατικής εκστρατείας της Δύσης.
Επί τρεις ημέρες οι Σταυροφόροι λεηλατούσαν και άρπαζαν κάθε τι πού είχε συγκεντρωθεί διαμέσου των αιώνων στην Κωνσταντινούπολη. Τίποτε δεν έγινε σεβαστό. Ούτε οι εκκλησίες, ούτε τα λείψανα, ούτε τα μνημεία. Οι Ιππότες της Δύσης και οι στρατιώτες τους καθώς και οι Λατίνοι μοναχοί δεν περιορίστηκαν στην κατάληψη της πόλης αλλά διέπραξαν απίστευτες λεηλασίες και σφαγές. Κατά τη διάρκεια των τριών ημερών λεηλασίας εξαφανίστηκαν μνημεία τέχνης, λαφυραγωγήθηκαν βιβλιοθήκες, καταστράφηκαν πολύτιμα χειρόγραφα και βεβηλώθηκε ο ναός της Αγίας Σοφίας. Ό Νικήτας Χωνιάτης, αυτόπτης μάρτυρας, περιγράφει και θρηνεί την καταστροφή της πόλεως στο έργο του “Ιστορία”. Μετά από αυτή τη Σταυροφορία, όλη η Δυτική Ευρώπη “επλουτίσθη” με τους θησαυρούς της Κωνσταντινουπόλεως, ακόμη και οι εκκλησίες της απέκτησαν τά “Ιερά λείψανά” τους. Τα τέσσερα ορειχάλκινα άλογα που αποτελούσαν ένα από τα καλύτερα στολίδια του Ιπποδρόμου μεταφέρθηκαν από τον Δάνδολο στη Βενετία όπου διακοσμούν μέχρι σήμερα την εξώθυρα του ναού του Αγίου Μάρκου.
Η Αυτοκρατορία, όμως, είχε ακόμα δυνάμεις. Αναπτύχθηκαν εστίες αντίστασης σε διάφορα σημεία και από αυτές αναδείχθηκε η Αυτοκρατορία της Νίκαιας, η οποία απελευθέρωσε την Κωνσταντινούπολη από τους σταυροφόρους και επανέφερε την Πρωτεύουσα στην παλαιά της έδρα με πολύ λιγότερη, όμως, εδαφική έκταση και πολιτική ισχύ. Μαζί με την ανάκτηση της Πόλης εγκαθιδρύθηκε και μια νέα δυναστεία στον αυτοκρατορικό θρόνο, η δυναστεία των Παλαιολόγων, που έμελλε να είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια αλλά και η τελευταία στην ιστορία του Βυζαντίου.
Το κράτος των Παλαιολόγων μόνο κατ’ όνομα ήταν αυτοκρατορία. Η έκτασή του ήταν περιορισμένη και συνεχώς συρρικνωνόταν. Οι συνεχείς επιδρομές των Τούρκων στη Μικρά Ασία ανάγκασαν τον ελληνικό πληθυσμό να εγκαταλείψει τη γη του, και να συγκεντρωθεί πίσω από τα τείχη των μεγάλων πόλεων ή να αλλαξοπιστήσει. Οι πιο πλούσιοι και μορφωμένοι κατέφυγαν στην δύση.
“Οι κάτοικοι που κατόρθωσαν να ξεφύγουν το θάνατο από το χέρι των εισβολέων έχουν καταφύγει για ασφάλεια σε βουνοκορφές, σπηλιές και δάση, η τροφή σπανίζει, οι δρόμοι ειναι επικίνδυνοι και γεμάτοι ληστές, η καταστροφή των πόλεων είναι τόσο ολοκληρωτική που ούτε το όνομά τους δεν διασώζεται πια. Όποτε ρωτήσω το όνομα κάποιας πόλης, αυτοί που μπαίνουν στον κόπο να μου απαντήσουν μου λένε: την ονομάζουμε με αυτό το όνομα (ο χρόνος έχει σβήσει τις αρχικές τους ονομασίες) απάντηση που μου προκαλεί αμέσως κατάθλιψη, και μη έχοντας τελείως χάσει τα λογικά μου θρηνώ σιωπηρά» γράφει σε μια επιστολή του ο Μανουήλ Παλαιολόγος.
Ο στρατός είχε διαλυθεί και η άμυνα στηριζόταν πλέον στους αναξιόπιστους ξένους μισθοφόρους, κυρίως δυτικούς τυχοδιώκτες και μέλη διαφόρων βάρβαρων φυλών της Ανατολής, ακόμα και σε Τούρκους. Η τελευταία προσπάθεια για ανάκτηση της Μικράς Ασίας στηρίχθηκε σε μια ομάδα Καταλανών μισθοφόρων, οι οποίοι κατέληξαν να προξενήσουν χειρότερες καταστροφές από τους Τούρκους, καθώς ερήμωσαν τη Θράκη.
Η Αυτοκρατορία δεν μπορούσε παρά να εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία και να ρίξει το βάρος της στις ευρωπαϊκές επαρχίες. O εκτουρκισμός και ο εξισλαμισμός είχαν ήδη διανύσει πορεία τριών αιώνων και είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί.
Το εμιράτο, που ίδρυσε στη Βιθυνία, στα μέσα του 13ου αιώνα, ο Οσμάν ήταν κάτι το διαφορετικό. Το κρατίδιο αυτό, που αποκλήθηκε οθωμανικό από το όνομα του ιδρυτή του, πέτυχε την οριστική έξωση της Αυτοκρατορίας από τα Μικρασιατικά της εδάφη και οι βλέψεις του ήταν η επέκτασή του εις βάρος των χριστιανικών εδαφών στην απέναντι ακτή του Βοσπόρου.
Οι Οθωμανοί εκμεταλλεύθηκαν τον εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα σε δύο διεκδικητές του θρόνου, τον Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο και τον Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό και το 1352 κατέλαβαν ένα μικρό φρούριο στη χερσόνησο της Καλλίπολης. Δύο χρόνια αργότερα κατέλαβαν την Καλλίπολη και τη μετέτρεψαν σε βάση για την εξάπλωσή τους στη Θράκη που εκείνη την εποχή, βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Στη νότια Ελλάδα, υπήρχαν τα κατάλοιπα της Δ’ Σταυροφορίας, δηλαδή δυο μικρές λατινικές ηγεμονίες, το Δουκάτο της Αθήνας στην Αττική και τη Βοιωτία και το Πριγκιπάτο της Αχαΐας, το οποίο μοιραζόταν την Πελοπόννησο με το Δεσποτάτο του Μυστρά , που ανήκε στην Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Οι Βενετοί κατείχαν την Κρήτη και τις Κυκλάδες και οι Γενουάτες τη Χίο, τη Λέσβο και τη Φώκαια στις μικρασιατικές ακτές.
Οι δύο μεγάλες ναυτικές δημοκρατίες, η Βενετία και η Γένοβα που είχαν εγκατασταθεί σε καίρια γεωγραφικά και στρατηγικά σημεία παρενέβαιναν στην εσωτερική πολιτική της Αυτοκρατορίας, καθώς το λιμάνι της Κωνσταντινούπολης αποτελούσε τον σημαντικότερο σταθμό για τη μεταφορά σιτηρών και ειδών πολυτελείας από τα λιμάνια του Ευξείνου Πόντου.
Η βοήθεια των ναυτικών δυνάμεων είχε καταστεί απαραίτητη για την Αυτοκρατορία, η οποία δεν διέθετε καθόλου πολεμικό στόλο.
Στις δύσκολες συνθήκες υπήρξαν και αυτοί που πίστευαν ότι η Δύση θα μπορούσε να βοηθήσει την Αυτοκρατορία με κάποια σταυροφορία, αρκεί η Ορθόδοξη Εκκλησία να υποχωρούσε στις απαιτήσεις του Πάπα αναγνωρίζοντας τα πρωτεία του, και κάνοντας υποχωρήσεις στις δογματικές διαφορές. Η πλειοψηφία, όμως, του Ορθόδοξου λαού ήταν αντίθετη σε μια τέτοια εξέλιξη, η οποία θα σήμαινε την εγκατάλειψη της πίστης τους.
Οι τελευταίοι Παλαιολόγοι, ήταν αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν την υπόσχεση της ένωσης στις σχέσεις τους με τον Πάπα με την ελπίδα ότι, ίσωςθα έφερνε τη σωτηρία του κράτους τους. Τελικά, η διαμάχη αυτή αντί να φέρει την πολυπόθητη ξένη βοήθεια διαίρεσε τους κατοίκους σε ενωτικούς και ανθενωτικούς, καταρρακώνοντας ακόμη περισσότερο τη δυνατότητά της για αντίσταση.
Στο μεταξύ, το οθωμανικό προγεφύρωμα στη Θράκη μεγάλωνε διαρκώς και μια τουρκική επιδρομή έφθασε μέχρι τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης ο Ε’ πραγματοποίησε ένα ταξίδι στη Ρώμη για βοήθεια και εκεί, ασπάσθηκε το δόγμα της Δυτικής Εκκλησίας. Ήταν μια μάταιη ενέργεια. Στο ταξίδι, μάλιστα, της επιστροφής, ταπεινώθηκε ακόμη περισσότερο καθώς στη Βενετία τον έθεσαν υπό κράτηση για κάποια χρέη προς το βενετικό κράτος. Ήταν ο μέγιστος εξευτελισμός για έναν Βυζαντινό αυτοκράτορα.
ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ
Όταν ο Ιωάννης Ε’ επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη βρήκε την κατάσταση σε ακόμα χειρότερο σημείο. Οι Οθωμανοί είχαν καταλάβει και την Αδριανούπολη. Και η Θράκη, η πλουσιότερη περιοχή της Αυτοκρατορίας, που συντηρούσε την Κωνσταντινούπολη, είχε πλέον χαθεί. Ήταν θέμα χρόνου να αναγκασθεί η Αυτοκρατορία να αναγνωρίσει την οθωμανική ηγεμονία, κάτι που τελικά έγινε. Οι τούρκοι με το Μουράτ μετέφεραν την πρωτεύουσα του κράτους τους στην Αδριανούπολη, για να βρίσκονται μόνιμα στο ευρωπαϊκό έδαφος, που ήταν ο στόχος της επεκτατικής πολιτικής τους και το 1387 κατέλαβαν και την Θεσσαλονίκη.
Τα μοναστήρια του Αγίου Όρους μη έχοντας άλλη λύση αναγνώρισαν και αυτά τη σουλτανική κυριαρχία. Ο σουλτάνος Μουράτ μετά τη Θράκη είχε εξασφαλίσει τον έλεγχο και της Μακεδονίας και συνέχισε διευρύνοντας τα όρια του κράτους του. Στόχος πλέον, δεν ήταν η απλή αναγνώριση της επικυριαρχίας του, αλλά ο άμεσος έλεγχος εδαφών. Ως ηγεμόνας έθεσε τα θεμέλια για τη μετέπειτα οργάνωση του οθωμανικού κράτους και ήταν αυτός που, πρώτος, έλαβε τον τίτλο του σουλτάνου και ξεκίνησε τη δημιουργία έμπιστων, επίλεκτων, φανατικών στρατευμάτων από παιδιά χριστιανών, που άρπαζε σε μικρή ηλικία για να χρησιμοποιηθούν στον οθωμανικό στρατό. Έθεσε, έτσι, τα θεμέλια για τη δημιουργία του σώματος των γενίτσαρων.
Ο Μουράτ στράφηκε εναντίον των Σέρβων και συγκρούστηκε με το στρατό τους στην κοιλάδα του Κοσσυφοπεδίου στις 15 Ιουλίου 1389. Ήταν μια μάχη που θα σφράγιζε την ιστορία της περιοχής και θα έμενε ανεξίτηλη στη μνήμη των Σέρβων. Οι Οθωμανοί, με αρχηγό τον Βαγιαζήτ, νίκησαν κατά κράτος, Ο μοναδικός σκοπός του πλέον ήταν η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και η κατάλυση της χριστιανικής αυτοκρατορίας.
ΕΣΧΑΤΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΛΥΤΡΩΣΗ
Ο Βαγιαζήτ το 1394 αποφάσισε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη και την πολιόρκησε για οκτώ χρόνια. Ευτυχώς για τους υπερασπιστές της Πόλης, ο Βαγιαζήτ δεν διέθετε στόλο και αδυνατούσε να αποκόψει το θαλάσσιο ανεφοδιασμό τους.
Η είδηση, όμως, ότι η Κωνσταντινούπολη πιέζεται ασφυκτικά και επίκειται η πτώση της ευαισθητοποίησε τη μέχρι τότε αδιάφορη Δύση. Ο βασιλιάς της Ουγγαρίας ήταν ανήσυχος, καθώς γνώριζε ότι μετά τα κρατίδια της χερσονήσου του Αίμου θα ερχόταν και η δική του σειρά. Ανέλαβε την πρωτοβουλία για μια νέα σταυροφορία εναντίον των Οθωμανών και προσέφερε στρατό από 60.000 άνδρες, ενώ άλλοι 40.000 συγκεντρώθηκαν από τη υπόλοιπη Δύση, το ένα τέταρτο από αυτούς Φράγκοι. Στην εκστρατεία συμμετείχαν και οι Ιωαννίτες Ιππότες και οι ναυτικές δημοκρατίες της Γένοβας και της Βενετίας. Οι δύο αντίπαλοι στρατοί συναντήθηκαν στη Νικόπολη της Βουλγαρίας και ο Βαγιαζήτ αναδείχθηκε νικητής για μια ακόμα φορά.
Τρία χρόνια μετά τη χριστιανική ήττα ο Μανουήλ πιεζόμενος από τους Τούρκους αποφάσισε να ακολουθήσει το παράδειγμα τού πατέρα του (Ιωάννη Ε’) και να αναζητήσει βοήθεια στη Δύση Η πρεσβεία επισκέφθηκε το Παρίσι και το Λονδίνο, όπου οι βασιλείς της Γαλλίας και της Αγγλίας υποδέχθηκαν τον αυτοκράτορα με μεγάλη λαμπρότητα, χωρίς, όμως, να προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια. Η κατάσταση της Αυτοκρατορίας ήταν πραγματικά τραγική και επιδεινωνόταν ακόμη περισσότερο από την ενδοοικογενειακή έριδα των Παλαιολόγων.
Μετά τη νίκη των τούρκων στη Νικόπολη τίποτα δεν φαινόταν ικανό να εμποδίσει την κατάληψη της Πόλης . Την κρίσιμη εκείνη στιγμή, εμφανίστηκε ένας ισχυρός Μογγόλος αρχηγός, ο Ταμερλάνος, ο οποίος είχε απλώσει τον έλεγχό του σε μεγάλο μέρος της Ασίας και το 1400 έφθασε για πρώτη φορά στα όρια της Μικρασίας. Ο Βαγιαζήτ πιστεύοντας ότι μπορούσε για μια ακόμα φορά να βγει νικητής σε μια μάχη εκ παρατάξεως συγκρούστηκε με τους Μογγόλους στις 28 Ιουλίου του 1402 στην Άγκυρα. Ο Τουρκικός στρατός δεν μπόρεσε να αντισταθεί στις μογγολικές ορδές
και ο ίδιος ο Βαγιαζήτ αιχμαλωτίσθηκε και πέθανε δέσμιος, περιφερόμενος, μέσα σε ένα σιδερένιο κλουβί.
Το θαύμα είχε γίνει .Η Κωνσταντινούπολη είχε σωθεί, αλλά, μόνο προσωρινά καθότι η αυτοκρατορία περιοριζόταν, πλέο,ν στα τείχη της Πόλης
Ο Μανουήλ παραχώρησε την εξουσία στο γιο του Ιωάννη Η΄. Ο νέος αυτοκράτορας μπροστά στη δύσκολη κατάσταση ακολούθησε και αυτός το δρόμο της αναζήτησης βοήθειας από τη Δύση, προσφέροντας, πάλι, ως αντάλλαγμα την ένωση των δύο εκκλησιών. Ο αυτοκράτορας συμφώνησε να συγκληθεί οικουμενική σύνοδος στη Φερράρα της Ιταλίας, με αντιπροσώπευση όλων των χριστιανικών πατριαρχείων, με σκοπό τη γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στο ανατολικό ορθόδοξο και το Παπικό δόγμα. Στην Ιταλία μετέβησαν για τη σύνοδο ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος πέθανε πριν τελειώσουν οι εργασίες, ενώ θα παρίστατο και ο πάπας. Οι άλλοι πατριάρχες της Ανατολής έστειλαν εκπροσώπους. Οι αρχιερείς διχάσθηκαν. Ο Βησσαρίων, επίσκοπος Νικαίας και ο Έλληνας μητροπολίτης Κιέβου Ισίδωρος υποστήριξαν την ένωση. Αντίθετοι στάθηκαν ο Γεώργιος Σχολάριος και ο επίσκοπος Εφέσου Μάρκος Ευγενικός, ο οποίος υπήρξε ο μόνος που αρνήθηκε μέχρι τέλους να αποδεχθεί την ένωση, παρά τις πιέσεις του αυτοκράτορα και των Λατίνων. Τελικά, υπογράφτηκε η συμφωνία και στις 6 Ιουλίου 1439 διακηρύχθηκε πανηγυρικά στη Φλωρεντία, όπου στο μεταξύ είχαν μεταφερθεί οι εργασίες της συνόδου για την ένωση των δύο εκκλησιών.
ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ
Η ένωση δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Οι ορθόδοξοι (ανθενωτικοί) αρνήθηκαν να την αποδεχθούν και θεώρησαν προδότες της πίστης τούς ενωτικούς. Ο λαός σε αυτή την κρίσιμη κατάσταση διχάσθηκε. Ο Μάρκος Ευγενικός αναδείχθηκε σε εκκλησιαστικό ήρωα και ο Γεώργιος Σχολάριος αποκήρυξε την αποδοχή της ένωσης που ομολογήθηκε στη Φλωρεντία. Η τύχη της Αυτοκρατορίας δεν μπορούσε να αλλάξει με την προσμονή βοήθειας από τους ξένους με εξευτελιστικά ανταλλάγματα.
Στις 31 Οκτωβρίου του 1449 πέθανε ο Ιωάννης και ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας ο Κωνσταντίνος, ο οποίος εστέφθη στο Μυστρά στις 6 Ιανουαρίου του επόμενου χρόνου, και μετέβη στην Πόλη με Καταλανικά πλοία για να αναλάβει το θρόνο.
Τρομερός αντίπαλος του Κωνσταντίνου αναδείχτηκε ο Σουλτάνος Μεχμέτ (Μωάμεθ Β’ εικοσιενός ετών, που συνδύαζε μεγάλη σκληρότητα, δίψα για αίμα και πολλά άλλα κατώτερα πάθη, τον οποίον ο Ενετός ιστορικός της αλώσεως Νικολό Μπάρμπαρο αποκαλεί «άπιστο Τούρκο – σκυλότουρκο» Οι στρατιωτικές δυνάμεις του Μωάμεθ, συνίσταντο από Τούρκους αλλά και από υπηκόους άλλων εθνοτήτων που είχαν κατακτήσει, και ήσαν πολύ υπέρτερες από τις μικρές δυνάμεις τών υπερασπιστών της Κωνσταντινουπόλεως, που αποτελούντο από Έλληνες και μερικούς Λατίνους κυρίως Ιταλούς.
Στις αρχές του Απριλίου, του 1453 άρχισε η μεγάλη πολιορκία της πόλεως. Στην επιτυχία των Τούρκων συνέβαλε η υπεροχή τους στις στρατιωτικές δυνάμεις, και τα γιγάντια κανόνια, του Ούγγρου Ουρβανού, που εκτόξευαν σε μεγάλη απόσταη τεράστια πέτρινα βλήματα στων οποίων τά πλήγματα δεν ήτο δυνατόν να αντισταθούν τα παλαιά τείχη της πόλεως.
Η γενική επίθεση άρχισε την Τρίτη τό βράδυ, μεταξύ μία καί δύο, στις 28 προς 29 Μαΐου από τρεις πλευρές ταυτοχρόνως. Ο τραγικός Αυτοκράτωρας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, αφού επολέμησε ηρωικά σαν ένας απλός στρατιώτης, έπεσε στην μάχη αναφωνώντας: «Η πόλις αλίσκεται καμοί ζήν έτι περίεστιν» Δεν βρίσκεται ένας χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;. Δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για το θάνατο του τελευταίου Έλληνα Αυτοκράτορα του Βυζαντίου και για το λόγο αυτό ο θάνατός του έγινε γρήγορα θέμα ενός θρύλου που έχει συσκοτίσει την ιστορική πραγματικότητα.
Οι Τούρκοι όρμησαν μέσα στην πόλη σαν λυσσασμένα σκυλιά, αρχίζοντας μια τρομερή σφαγή και λεηλασία. «όσους μεν παραδίδονταν από μόνοι τους, λέγει ο ιστορικός Φραντζής, τους άρπαζαν και τους έσερναν αιχμαλώτους, εκείνους όμως, που αντιστέκονταν ή συνελάμβαναν τους έσφαζαν».
Ένα μεγάλο πλήθος Έλλήνων κατέφυγε στήν Αγία Σοφία, ελπίζοντας να βρεί, εκεί, ασφάλεια αλλά οι Τούρκοι έσπασαν την κεντρική πύλη καί ώρμησαν μέσα στην εκκλησία όπου βίαζαν και έσφαζαν τους Έλληνες πού ήσαν κρυμμένοι εκεί, δίχως διάκριση φύλου και ηλικίας
«Μέσα στο ιερό Βήμα, συμπληρώνει ο Φραντζής, και πάνω στα θυσιαστήρια και την Αγία Τράπεζα έτρωγαν και έπιναν και ικανοποιούσαν τις ταπεινές τους επιθυμίες και ορέξεις με γυναίκες, παρθένες και παιδιά». Την ημέρα της πτώσεως ή, πιθανόν, την επομένη, ο Σουλτάνος εισήλθε, επισήμως στην Κωνσταντινούπολη και επήγε στην Αγία Σοφία, όπου ανέβηκε πάνω στην Αγία Τράπεζα και προσευχήθηκε στον Μωάμεθ.
«Εκείνον, τον χρόνο, ο άπιστος και ανελέητος σουλτάνος σκότωσε με το ίδιο του το χέρι το λατρεμένο μου το γιό, τον Ιωάννη, γιατί ήθελε να κάνει τη βδελυρή πράξη της σοδομίας στο παιδί, που τότε ήταν δεκατεσσάρων χρόνων. Αλίμονο σε μένα, το δύστυχο και τρισάθλιο γονιό» λέγει θρηνώντας ο ιστορικός της άλωσης Φραντζής. Και δεν ήταν η μοναδική περίπτωση στην οποία είχε προβεί κατά τον ίδιο τρόπο ο Μεχμέτ (Μωάμεθ) όπως αναφέρει και ο επίσης ιστορικός Μιχαήλ Δούκας για το μικρότερο γιό του μεγαλοδούκα Λουκά Νοταρά.
Ο ιστορικός Κριτόβουλος ο Ιμβριος,ένας από τους τέσσερις έλληνες ιστορικούς της άλωσης, προσεχώρησε στους Τούρκους, και για να αποδείξει την αφοσίωσή του στον Μωάμεθ Β’ του αφιέρωσε την Ιστορία του, με τον χαρακτηριστικό τίτλο, «στον πιο μεγάλο Αυτοκράτορα, βασιλέα των Βασιλέων, Μεχμέτ».
Ο Πολωνός ιστορικός Halecki γράφει «Ή ήττα αυτή της Κωνσταντινουπόλεως, τόσον αθλία όσον και αξιοθρήνητη υπήρξε μια μεγάλη νίκη των Τούρκων μια τρομερή καταστροφή των Ελλήνων ένα αίσχος των Λατίνων και με την ήττα αυτή ετραυματίσθη η πίστη των καθολικών η θρησκεία εταράχθη και το όνομα του Χριστού εξυβρίσθη και εταπεινώθη. Ένα από τα δύο μάτια του Χριστιανισμού εξερριζώθη, ενα από τα δύο του χέρια εκόπη εφόσον οι βιβλιοθήκες εκάησαν και οι αρχές της ελληνικής φιλολογίας , δίχως τις οποίες κανείς δεν μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του μορφωμένο, κατεστράφησαν»
Θα κλείσω με αυτό που γράφει και λέγει πάντα η κορυφαία βυζαντινολόγος και πρώην πρύτανης του πανεπιστημίου της Σορβόνης Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, «οι Έλληνες είναι το μοναδικό Έθνος των Βαλκανίων που δεν μπόρεσε ακόμη να απελευθερώσει την πρωτεύουσά του».
Υπτχος(Ι) ε,α Σωτ. Γαραντζιώτης